Skip to main content

Η Ε.Ε. αποδυναμώνει το CAS: οι εθνικοί δικαστές μπορούν να παρέμβουν στις διαιτητικές αποφάσεις

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από το CAS πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο

Μεταξύ των πολλών διαφορών που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο κι έχουν έλθει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια -από τη Super League μέχρι τη λήξη των συμβολαίων των παικτών, ακόμη και χωρίς βάσιμη αιτία- άλλη μια επιλύθηκε την Παρασκευή.

Πρόκειται για τη διαφορά που αφορά τον ρόλο του CAS (Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού), τον οποίο το δικαστικό όργανο της Ε.Ε. ουσιαστικά αποδυνάμωσε με μια απόφαση που δημοσιεύθηκε χθες.

Στο ποδόσφαιρο, όπως και σε πολλά άλλα αθλήματα, η παραπομπή διαφορών σε διαιτησία δεν γίνεται γενικά ελεύθερα αποδεκτή, αλλά μάλλον επιβάλλεται μονομερώς σε αθλητές και συλλόγους από διεθνείς ομοσπονδίες, όπως η FIFA.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απαραίτητο η προσφυγή στη διαιτησία να μην επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από το θεμελιώδες δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αθλητές, συλλόγους και, γενικότερα, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ασκεί επαγγελματικό άθλημα ή ασκεί οικονομική δραστηριότητα σχετική με αυτό το άθλημα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν την εξουσία να διεξάγουν, κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων μερών ή αυτεπαγγέλτως, διεξοδικό δικαστικό έλεγχο για να καθορίσουν εάν οι διαιτητικές αποφάσεις που εκδίδονται από το Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (CAS) είναι συμβατές με το δίκαιο της ΕΕ.

Εάν το εθνικό δίκαιο ή οι κανόνες μιας αθλητικής ομοσπονδίας εμποδίζουν τα εθνικά δικαστήρια να ασκήσουν αυτήν την εξουσία, υποχρεούνται να μην εφαρμόσουν τον εν λόγω νόμο ή τους εν λόγω κανόνες.

Η υπόθεση που οδήγησε στην παρούσα απόφαση προέκυψε το 2015, όταν ένας βελγικός σύλλογος, η Σερένγκ, συνήψε συμφωνίες χρηματοδότησης με τη μαλτέζικη εταιρεία Doyen Sports. Αυτές οι συμφωνίες προέβλεπαν τη μεταβίβαση σε αυτόν τον σύλλογο μέρους των οικονομικών δικαιωμάτων που αφορούσαν ορισμένους παίκτες της Σερένγκ.

Θεωρώντας ότι αυτό το είδος σύμβασης παραβιάζει την απαγόρευση ιδιοκτησίας των οικονομικών δικαιωμάτων των παικτών από τρίτους (TPO), η FIFA επέβαλε κυρώσεις στον σύλλογο, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης εγγραφής νέων παικτών για διάφορες περιόδους και πρόστιμο.

Αυτές οι κυρώσεις επικυρώθηκαν από το CAS, τον παγκόσμιο φορέα επίλυσης αθλητικών διαφορών, και στη συνέχεια από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο. Αμφισβητώντας τη συμβατότητα των κανόνων της FIFA με το δίκαιο της Ε.Ε., η ομάδα άσκησε στη συνέχεια έφεση στα βελγικά δικαστήρια.

Το Πρωτοδικείο και το Εφετείο έκριναν ότι η απόφαση του CAS ήταν οριστική και είχε ισχύ δεδικασμένου και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα της συμβατότητας. Επιληφθέν της υπόθεσης, το Βελγικό Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάσισε να απευθύνει ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για προδικαστική απόφαση.

Ουσιαστικά, ρώτησε εάν, βάσει του δικαίου της Ε.Ε., τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εμποδιστούν, δυνάμει της αρχής του δεδικασμένου, να επανεξετάσουν μια διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε από το CAS κι επικυρώθηκε από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, δηλαδή ένα δικαστήριο τρίτης χώρας που δεν μπορεί να παραπέμψει αίτηση προδικαστικής απόφασης στο Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε αρχικά ότι η προσφυγή σε διαιτησία από ιδιώτες είναι κατ΄ αρχήν δυνατή, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι εάν πρόκειται να εφαρμοστεί τέτοια διαιτησία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να είναι συμβατή με τη δικαστική αρχιτεκτονική της Ένωσης και σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του CAS εκδόθηκε σύμφωνα με μηχανισμό διαιτησίας που επιβλήθηκε μονομερώς από διεθνή αθλητική ομοσπονδία (FIFA), όπως συμβαίνει συχνά σε διαφορές που σχετίζονται με τον αθλητισμό.

Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική δικαστική προστασία για αθλητές, συλλόγους και άλλα πρόσωπα που ενδέχεται να επηρεαστούν από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας που σχετίζεται με τον αθλητισμό εντός της Ένωσης, οι αποφάσεις του CAS πρέπει να μπορούν να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο».

Ο εν λόγω έλεγχος, ενώ είναι νόμιμος και μπορεί να περιοριστεί για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διαιτησίας, πρέπει ωστόσο να επιτρέπει στα άτομα να λάβουν μια διεξοδική εξέταση της συμβατότητας τέτοιων αποφάσεων με τις αρχές και τις διατάξεις του δικαίου της ΕΕ. Πρέπει επίσης να είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων και η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

Τέλος, όταν διακυβεύεται παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού ή ελεύθερης κυκλοφορίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να μπορούν να ζητήσουν από τα δικαστήρια όχι μόνο να κηρύξουν την ύπαρξη της παραβίασης και να διατάξουν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, αλλά και να θέσουν τέλος στη συμπεριφορά που συνιστά την εν λόγω παραβίαση, κατέληξε το Δικαστήριο.

naftemporiki.gr