Skip to main content

Δημήτρης Χατζηχρήστος: Μια ζωή μέσα από δύο ιστορίες

IN TIME

Συγκλονιστικές στιγμές στην «Αγια Σοφιά»

Συγκλονιστικές στιγμές εκτυλίχθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια το μεσημέρι του Σαββάτου: Ο Δημήτρης Χατζηχρήστος «μπήκε» για τελευταία φορά στην «Αγιά Σοφιά» με τη θύρα 40, εκεί όπου παρακολουθούσε τα παιχνίδια της ΑΕΚ στο νέο γήπεδο, να γεμίζει από πλήθος κόσμου που θέλησε να αποχαιρετήσει τον ιδρυτή της Original και έναν από τους τελευταίους ρομαντικούς του πδοσφαίρου

Ο Δημήτρης Χατζηχρήστος έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 5ης Ιουνίου, σε ηλικία 67 ετών ύστερα από μακρά μάχη με τον καρκίνο. Στάθηκε γενναίος μέχρι τέλους.

Με καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του από την Κοζάνη, και γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, στη Νεάπολη Εξαρχείων, ή στα «Παναθήναια», όπως προτιμούσε ο ίδιος να λέει. Το 1989 με προτροπή του αλλά και με την βοήθεια πολλών ΑΕΚτζήδων, αγοράστηκε το περίφημο «δωματιάκι» της Original στην πλατεία Αργεντινής, επ΄θ της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Γνήσιος οπαδός, αφιέρωσε τη ζωή του στην ΑΕΚ, από το πλευρό της οποίας δεν έλειψε ποτέ.

ΙΝΤΙΜΕ

Μια ζωή σε δύο ιστορίες

Από τα πολλά και όμορφα που εγράφησαν τις τελευταίες ημέρες για τον Δημήτρη Χατζηχρήστο θα αναδημοσιεύσουμε δύο αναρτήσεις.

Η μία ανήκει στον δημοσιογράφο Γιάννη Μπίλιο. Η δεύτερη στον Παντελή Θαλασσινό, ένθερμο και αγνό Ενωσίτη.

Εγραψε ο Γιάννης Μπίλιος:

«Θα τη δούμε παντού απόψε αυτή τη φωτογραφία. Το ξέρω. Αλλά δεν είναι απλώς μία ακόμα φωτογραφία με μία γεμάτη εξέδρα και έναν τύπο πάνω στα κάγκελα, σε κάποιο κυριακάτικο απόγευμα άλλων εποχών. Έχει πίσω της μία πολύ ιδιαίτερη ιστορία.

Ήταν μία Κυριακή στην Καισαριανή. Παίζαμε ήδη σχεδόν 80 λεπτά και ο Εθνικός Αστέρας έβρισκε τον τρόπο να μας χαλάει το παιχνίδι. Ήταν το μουδιασμένο φθινόπωρο του ’99, μετά τον αποκλεισμό από την ΑΙΚ, λίγες μέρες πριν έρθει ο σεισμός να μας κλείσει και το γήπεδο.

Τα μεγάλα όνειρα του καλοκαιριού είχαν αρχίσει να χλωμιάζουν και στην κερκίδα είχε αρχίσει να απλώνεται και πάλι αυτό το άβολο πέπλο αμφισβήτησης και ανησυχίας. Είχαμε ανάγκη να πιστέψουμε σε κάτι μεγάλο, όμως αυτό που βλέπαμε στο χορτάρι δεν διέφερε και πολύ με ό,τι είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε τα προηγούμενα χρόνια.

Είναι αυτές οι στιγμές που κοιτιέσαι με τον διπλανό σου και του λες με τα μάτια αυτό το “όχι πάλι” που δεν τολμάς να του πεις με τα χείλη. Είναι οι στιγμές που πρέπει κάποιος να σηκωθεί λίγο ψηλότερα, να καβαλήσει το κάγκελο, να βγάλει το μακό του, να μαζέψει με τα χέρια του όλη αυτή την αρνητική ενέργεια και με τα ίδια αυτά χέρια να τη σκορπίσει στον ουρανό και να τη μετατρέψει μαγικά σε μία έκρηξη φωνής, πίστης και δύναμης.

Κι ας είχε περάσει προ πολλού τα σαράντα. Κι ας ήταν πια ο σεβάσμιος ινστρούχτορας που προτιμούσε να μένει σιωπηλός κάπου μέσα στην εξέδρα, έχοντας παραχωρήσει την… επιχειρησιακή ευθύνη στα “παιδιά του”. Το γήπεδο πήρε αμέσως φωτιά και μέσα σε ένα δεκάλεπτο η ΑΕΚ κέρδιζε 3-0.

Η ιστορία δεν άλλαξε. Στο τέλος ζήσαμε έναν ακόμα μίζερο ποδοσφαιρικό χειμώνα.

Αυτό που έπρεπε, όμως, να κάνει τη δεδομένη στιγμή ο Δημήτρης, το είχε κάνει. Γιατί αυτό πρέπει να κάνει ένας αρχηγός: να δίνει δύναμη όταν όλοι οι άλλοι νιώθουν αδύναμοι. Να πιστεύει, ακόμα και όταν δεν πιστεύει κανένας άλλος. Να ξετρυπώνει τον ήλιο που κρύβεται μέσα στα σύννεφα και να δείχνει φωτεινό το δρόμο.

Τον είδα μετά τον αγώνα έξω από τον γήπεδο. “Με συγκίνησες ρε φίλε” του είπα. “Από πότε είχα να σε δω στα κάγκελα;”.
“Γιαννάκη, δεν ήμουν εγώ. Έχω ένα δίδυμο αδερφό. Δεν το ξέρεις; Αυτός ήταν πάνω στα κάγκελα”.

Όπως είχε πει και ο ίδιος: «Προερχόμαστε από μια γενιά που αγάπησε και πίστεψε στην ΑΕΚ μέσα από δύσκολες στιγμές. Αν δεν αγαπάς την ΑΕΚ μέσα από τις δύσκολες στιγμές, δεν την αγαπάς πραγματικά.»

Και ο Παντελής Θαλασσινός:

«Στη Λισσαβώνα

Κάθισα μπροστά του απόμερα 500μ. απ τη σέντρα μακρυά κ ψηλά, κοιτώντας τις κιτρινομαυρες κουκιδες των παικτών, ανάμεσα απ το στενό «μάτι» ενος πυκνού διχτιού ασφαλείας Εγώ βρέθηκα εκεί περιστασιακά σαν εκδρομή, γιατί βόλεψαν τα ρεπό μου. Αυτός ήταν εκεί, γιατί δεν μπορούσε να ναι αλλού.

Άρχισε ΜΟΝΟΣ του να τραγουδάει μες τ αυτιά μου, χωρίς αναπνοή κι εκπτώσεις στην ένταση. Χωρίς ελπίδα η ομάδα θα έπαιζε το τελευταίο παιχνίδι των ομίλων, με μηδέν βαθμούς. Γι αυτόν ήταν το ίδιο. Στην φωνή του τα συνθήματα είχαν μία μονότονη νότα. Κι όλο αυτό μέσα στ αυτιά μου. Δεν έβρισε ποτέ και τίποτα μόνο τραγουδούσε, τον εμψυχωτικό μοναχικό του απόμερο σκοπό. Στην αρχή …Εκνευρίστηκα ! Στη μισή ώρα το συνήθισα. Στη μια ώρα τα μάτια μου και το δέρμα μου με πρόδωσαν απ τη συγκίνηση κι άκουγα μόνο αυτόν. Έκλαιγα και θαύμαζα την ανιοδιοτελή του αγάπη και παρουσία στην Κερκιδα. Τραγουδούσε δυο ώρες. Εγώ δεν τραγούδησα ποτέ συνεχόμενες δυο ώρες ….»