Τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι αξίζει ακόμη μία θητεία περιγράφει o Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στους FT και υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Οι FT θυμίζουν ότι οι βουλευτικές εκλογές θα λάβουν χώρα το αργότερο έως τις 20 Οκτωβρίου και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται της Ν.Δ. έως και 10 μονάδες. «Ωστόσο ο Τσίπρας έχει αποδειχθεί αν μη τι άλλο ανθεκτικός και με το βλέμμα στο μέλλον» αναφέρουν. «Υπάρχει ένα ρητό. Εάν ο στρατιώτης ξεκινήσει τη μάχη με σκοπό να χάσει, καλύτερα να μην πάει στη μάχη…» δηλώνει ο πρωθυπουργός και προσθέτει: Δεν γεννήθηκα για να γίνω πρωθυπουργός. Δεν προέρχομαι από πολιτική οικογένεια. Έγινα ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Ελλάδας, σε ηλικίας 40 ετών». Σημειώνει επίσης ότι στη ζώη έχει μάθει να παλεύει, αλλά «η τελική απόφαση ανήκει στους πολίτες, όχι σε εμάς».
Η βρετανική εφημερίδα σχολιάζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν το πιο ριζοσπαστικό κόμμα της αριστεράς που ανέλαβε την εξουσία στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Σήμερα, όμως, οι περισσότεροι σύμμαχοι και εταίροι είναι πιθανότερο να επικροτήσουν τον κ. Τσίπρα ως πολιτικό «που σβήνει φωτιές, παρά ανάβει» αναφέρει και προσθέτει ούτε πουθενά αλλού αυτό δεν γίνεται πιο φανερό από ό,τι στην εξωτερική πολιτική.
«Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είνα πιο θερμές από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά την δικτατορία, ενώ μία στενή τριμερής σχέση έχει αναπτυχθεί με την Κύπρο και το Ισραήλ» επισημαίνουν οι FT, προσθέτοντας ότι οι Ευρωπαίοι άρχισαν να τον εμπιστεύονται όταν έκανε πίσω από την αντίθεσή του στα μνημόνια και άρχισε να τηρεί τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις του τρίτου προγράμματος. «Στα μάτια των ΗΠΑ και της Ε.Ε., ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Τσίπρα είναι η επίλυση της διαμάχης για το ονοματολογικό με την Βόρεια Μακεδονία, ένα πρόβλημα, που έριχνε τη σκιά του επί 27 χρόνια στη σταθερότητα της ΝΑ Ευρώπης» παρατηρούν.
Αναφερόμενος στο θέμα, ο κ. Τσίπρας λέει: «Θυμάμαι ότι πήγα στο Βερολίνο και συναντήθηκα με την καγκελάριο Μέρκελ. Συζητήσαμε για την οικονομική κρίση, το χρέος, τα ελλείμματα, τα μνημόνια, αλλά αποφασίσαμε να μιλήσουμε και για εξωτερική πολιτική και είπα: ‘Θέλω να λύσω αυτό το θέμα με τον Γκρούεφσκι. Θα τον προκαλέσω να καθίσει στο τραπέζι. Εάν δεν το κάνει, θα τον κατηγορήσω ότι δεν θέλει λύση». Η κ. Μέρκελ, όπως θυμάται, ο πρωθυπουργός, του απάντησε ότι δεν τον πιστεύει και όταν εκείνος ρώτησε γιατί, εκείνη είπε: «Γιατί όλοι οι προκάτοχοί σου δεν θέλησαν ποτέ να ανοίξουν το θέμα, ειδικά ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς».
Εκείνος της εξήγησε ότι πιστεύει πως η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί από μία συμφωνία και τελικά απέδειξε στη Γερμανίδα καγκελάριο πως εννοούσε αυτά που έλεγε. Υπογραμμίζει ότι η διαφορά δεν είχε να κάνει μόνο με το όνομα και σημειώνει πως καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν δυνατό να πετύχει αυτό που ήθελε 100%. Προσθέτει ακόμη ότι η Ελλάδα θα στηρίξει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ενώ σημειώνει πως τα Βαλκάνια χρειάζονται κίνητο για μεταρρυθμίσεις.
Αναφερόμενος στην οικονομία σημειώνει πως τώρα γινονται ορατά τα οφέλη της ανάκαμψης και πως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 2%, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρωζώνη κατεβάζει ταχύτητα. Περιμένει δε περισσότερες θετικές παρά αρνητικές εκπλήξεις χάρη και στη δυναμική του τουρισμού. Υποστηρίζει επίσης ότι οι πιστωτές δεν μπορούν να ανησυχούν για πισωγυρίσματα στα δημοσιονομικά απο τη στιγμή που υπάρχει το μαξιλάρι ρευστότητας των 45 δισ. ευρώ και υπαρόδοση στους στόχους για τα έσοδα κατά 400 εκατ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο του έτους.
Υπεραμύνεται των επιδόσεων στις επενδύσεις, σημειώνοντας ότι το 2018 τα επίπεδα των ξένων άμεσων επενδύσεων (3,6 δισ. ευρώ) ήταν τα υψηλότερα της δεκαετίας. Τονίζει δε ότι θα γίνουν πολύ περισσότερα με την ολοκλήρωση ιδιωτικοποιήσεων. Αναγνωρίζει ότι οι χρονοβόρες νομικές διαδικασίες λειτουργούν κάποιες φορές ως αντικίνητρο για τους επενδυτές, αλλά προσθέτει: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι μερικές φορές είναι καλύτερο να τηρούμε πιστά τους κανόνες, ακόμη και εάν αυτό παίρνει χρόνο, από το να κάνουμε πράγματα, χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα για το μέλλον». Τότε «δεν θα έχει νόημα να τα βάζουμε με τη νομοθεσία και τη Δικαιοσύνη, αφού το φταίξιμο θα είναι δικό μας» σχολιάζει.
Παραδέχεται πάντως ότι η Ελλάδα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες για να διευκολύνει τους επενδυτές. «Βεβαίως και αναγνωρίζω ότι υπάρχουν προβλήματα, ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερες μεταρρυθμίσεις- και οι μεταρρυθμίσεις είναι σαν το ποδήλατο: Εάν δεν συνεχίζεις, πέφτεις κάτω» καταλήγει.
naftemporiki.gr