Απόγνωση, φόβος και ντροπή. Αυτά ήταν τα συναισθήματα της 22χρονης σπουδάστριας των ΤΕΙ όταν ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, όπως φέρεται να είπε στην απολογία της ενώπιον της 15ης τακτικής ανακρίτριας, η οποία μετέβη στη γυναικολογική κλινική όπου νοσηλεύεται.
Στο πολυσέλιδο υπόμνημά της, η 22χρονη σπουδάστρια περιγράφει τους λόγους για τους οποίους, παρά το γεγονός ότι επιθυμούσε να φέρει στη ζωή το παιδί της, αποφάσισε τελικά να το πετάξει από το μπαλκόνι στο δίχτυ του ακάλυπτου χώρου της πολυκατοικίας όπου διαμένει.
«Βρέθηκα εντός μιας καταστάσεως, στην οποία ουδείς άνθρωπος θα επιθυμούσε να βρεθεί. Το χαρμόσυνο γεγονός μιας εγκυμοσύνης, δυστυχώς, για τη δική μου οικογένεια δεν θα αποτελούσε τέτοιο, αλλά μία πηγή φόβου και τρόμου απέναντι πρώτον, στις συνέπειες που θα προέκυπταν από την ανακοίνωσή του και, κατά δεύτερον, στην ζωή του κυοφορούμενου μωρού, καθώς, η επιτακτική επιθυμία της μητέρας μου θα ήταν σίγουρα, να το “ρίξω”. Φοβόμουν, συνεπώς, ακόμα και να μιλήσω στην ίδια μου τη μητέρα, διότι ήμουν βεβαία πως θα νευριάσει μαζί μου. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η μητέρα της κάθε εγκυμονούσας είναι στήριγμα, στη δική μου περίπτωση πίστευα ότι ήταν πηγή φόβου, όπως προείπα, για τις προκληθησόμενες συνέπειες. Ο φόβος μου αυτός καθοδήγησε, για όλο το χρονικό διάστημα της μοναχικής μου εγκυμοσύνης, την ερμητική σιωπή μου».
Όπως αναφέρει η 22χρονη, όταν ανακοίνωσε στον φίλο της ότι είναι έγκυος, εκείνος της έκλεισε το τηλέφωνο. «Μόνη απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα και χωρίς κανένα στήριγμα αποφάσισα να κυοφορήσω το έμβρυο και στη συνέχεια, αφού γεννηθεί να το δώσω προς υιοθεσία, σε κάποια οικογένεια που θα μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή ανατροφή του. Θα επιχειρούσα λοιπόν να αποκρύψω την εγκυμοσύνη για τους υπολοίπους μήνες, πράγμα που θεώρησα εύκολο, δεδομένου ότι με την μητέρα μου, αν και διαμένουμε στην ίδια οικία δε βρισκόμαστε ιδιαιτέρως συχνά. Περαιτέρω, δεν θα ήταν δύσκολο να αποκρυβεί κάποια σωματική μου μετάλλαξη, καθώς τυγχάνω ευτραφής και με την κατάλληλη ενδυματολογική επιλογή θα μπορούσα να περάσω απαρατήρητη, όπως και τελικά επέτυχα. Είχα δε λάβει την απόφαση να γεννήσω σε Δημόσιο νοσοκομείο, καθώς δεν ήμουν ικανή να αναλάβω το κόστος μιας ιδιωτικής κλινικής. Την ως άνω απόφαση δεν ετόλμησα ποτέ να ανακοινώσω στη μητέρα μου, ούσα σίγουρη πως θα με απέτρεπε από την κυοφορία και θα με προέτρεπε στην άμβλωση».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η σπουδάστρια των ΤΕΙ περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς έγινε τη μέρα που ήταν έτοιμη να γεννήσει. «Κατευθυνόμενη προς τη σχολή μου, αισθάνθηκα αδιαθεσία και σύντομα έντονο κοιλιακό άλγος. Επέστρεψα γρήγορα στο σπίτι μου, θεωρώντας πως χρειαζόμουν ξεκούραση. Ωστόσο, οι πόνοι γίνονταν διαρκώς εντονότεροι. Συνειδητοποίησα ότι είχε φτάσει η ώρα της γέννας. Δεν είχα χρήματα όμως για να πάω σε κάποιο νοσοκομείο ενώ για πρώτη φορά αισθάνθηκα φόβο. Οι έντονοι πόνοι είχαν επιφέρει εφίδρωση. Μπήκα στο μπάνιο για ένα ντους. Εκείνη την ώρα επέστρεψε η μητέρα μου η οποία αφού κατάλαβε ότι ήμουν στο μπάνιο, μου φώναξε για να μου πει ότι θα πάει στη γιαγιά μου και ότι θα επέστρεφε προσεχώς για να πάμε σε κάποιες δουλειές που είχαμε. Έζησα τον απόλυτο πανικό εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος μου τελείωνε».
Όταν έφυγε η μητέρα της η σπουδάστρια έμεινε στο μπάνιο όταν κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα του τοκετού. «Είδα το κεφάλι του παιδιού και, ενστικτωδώς, «έσπρωχνα» προκειμένου να βγει. Λόγω εντονότατων πόνων, φώναζα, όμως δεν με άκουσε κανείς, πιθανότατα γιατί οι υπόλοιποι ένοικοι, τις συγκεκριμένες ώρες, βρίσκονται στην εργασία τους, ενώ στο διπλανό διαμέρισμα διαμένει μια ηλικιωμένη κυρία, μειωμένης ακοής. Δηλαδή ενώ γεννούσα, ενώ είχα αφόρητους πόνους, ενώ δεν γνώριζα τι πρέπει να κάνω, ενώ έβλεπα το κεφαλάκι του μωρού, είχα παράλληλα το φόβο μην τυχόν και με ακούσει κανείς. Πράγματι, μετά από έντονες προσπάθειες και φρικτούς πόνους, το παιδί βγήκε, μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και έπεσε στην μπανιέρα. Κόπηκε με αυτόν τον τρόπο και ο ομφάλιος λώρος. Το σήκωσα από τη μπανιέρα και διαπίστωσα ότι αναπνέει αχνά, με δυσκολία. Ωστόσο, δεν έκλαψε καθόλου. Είχα μάθει από την ενημέρωση μου στο διαδίκτυο ότι το μωρό μόλις γεννηθεί πρέπει να κλάψει. Το μπάνιο είχε πλημμυρίσει με αίματα. Από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφε η μητέρα μου. Σε κατάσταση πανικού και έντρομη, έκοψα με ψαλίδι το τμήμα του ομφάλιου λώρου που κρεμόταν από εμένα. Δεν ήξερα όμως ότι έπρεπε να δεθεί και η αιμορραγία συνεχίστηκε. Όσο γρηγορότερα μπορούσα έπλυνα το μωρό και ξεπλύθηκα και η ίδια από τα αίματα. Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο δωμάτιό μου με το μωρό. Δεν θα αργούσε η επιστροφή της μητέρας μου. Δεν ήξερα τι θα έπρεπε πλέον να κάνω. Άνοιξα το παράθυρο και την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου και άφησα το μωρό να πέσει επάνω σε ένα δίχτυ, που γνώριζα ότι υπάρχει ακριβώς από κάτω στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας μου, ενώ ήμουνα απόλυτα σίγουρη ότι δεν πρόκειται να πάθει τίποτα το μωρό μου».
Στη συνέχεια η 22χρονη, φέρεται να λέει ότι αφού καθάρισε τον χώρο, περίμενε να φύγει η μητέρα της για να πάρει το μωρό και να πάνε στο νοσοκομείο. «Την επόμενη μέρα η από τον ισόγειο όροφο γειτόνισσα, ήρθε στο σπίτι μου και είπε στη μητέρα μου πως στο δίχτυ που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο, φαίνεται να κείται κάτι σαν μωρό. Βγήκαν από το δωμάτιό μου να το δουν, όμως επειδή δεν ήταν ευδιάκριτο κατέβηκαν στο ισόγειο όπου και διαπίστωσαν πράγματι περί τίνος επρόκειτο. Αμέσως κάλεσαν την αστυνομία. Δεν ανέφερα τίποτα ούτε στους αστυνομικούς ούτε στη μητέρα μου, η οποία με ρώτησε επί τούτω εκ νέου, προφανώς ενθυμούμενη το περιστατικό της προηγούμενης ημέρας. Ο φόβος ο οποίος είχε πλέον αναμιχθεί με ντροπή, με απέτρεψε από το να της αναφέρω τι είχε συμβεί.
Άπαντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι πρόκειται για την συμπεριφορά και τις πράξεις ενός παιδιού ανίκανου να αντιδράσει με λογική και σύνεση. Ενός παιδιού που τρόμαξε μπροστά στον αναλογισμό των συνεπειών της γέννησης ενός τέκνου. Και μόλις εμφιλοχώρησε ο φόβος, δεν τέθηκε σε εφαρμογή κάποιο παιδοκτόνο σχέδιο, αντιθέτως, τέθηκε σε εφαρμογή η προσπάθεια διάσωσης του παιδιού μου. Η όλη αυτή, όμως, τραγική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει δεν επέτρεψε την αντιμετώπιση διά της λογικής των επιγενομένων καταστάσεων.»
Η 22χρονη επικαλείται στο υπόμνημα της, μειωμένο καταλογισμό, υποστηρίζοντας ότι πάσχει από επιλόχιο κατάθλιψη λόγω της μη καλής σχέσης με τη μητέρα, το πατέρα της, τον κοινωνικό περίγυρο και τον φυσικό πατέρα του παιδιού της.
naftemporiki.gr