της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Ξυπνάει πάλι ο εφιάλτης της ακροδεξιάς;» αναρωτιούνται αναλυτές σε μεγάλα ευρωπαϊκά μέσα, καθώς στις xθεσινές εκλογές της Φινλανδίας, το εθνικιστικό, ξενοφοβικό κόμμα «Φινλανδοί» (πρώην Αληθινοί Φινλανδοί) του Τίμο Σόινι εξασφάλισε τη δεύτερη θέση, αφήνοντας τρίτο το Κόμμα Εθνικής Συμμαχίας του απερχόμενου πρωθυπουργού Αλεξάντερ Στουμπ και άλλα παραδοσιακά κόμματα της χώρας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει πολλές πιθανότητες να συμμετάσχει σε κυβερνητικό συνασπισμό υπό τους Κεντρώους του Γιούχα Σιπίλα, ο οποίος προεκλογικά δεν είχε αποκλείσει τη συνεργασία μαζί τους. Και κάπως έτσι, σχολίαζαν Φινλανδοί πολιτικοί παρατηρητές, ένα κόμμα, που κάποτε χαρακτηριζόταν του περιθωρίου, ύστερα από το απαραίτητο “face lift”και μία μεγάλη εκλογική επιτυχία, γίνεται “mainstream” και αναλαμβάνει ρόλο ρυθμιστή στην πολιτική σκηνή.
Πριν από λίγο καιρό ανάλογο ήταν το σκηνικό στη Γαλλία. “Μνήμες από τη μαύρη δεκαετία 1930 στην Ευρώπη;”διαβάζαμε με αφορμή τις τοπικές εκλογές στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Μπορεί το Εθνικό Μέτωπο (FNP) της Μαρίν Λεπέν να μην εξασφάλισε τελικά τον έλεγχο κάποιου διαμερίσματος, αλλά συγκέντρωσε το 26% των ψήφων- το υψηλότερο στην ιστορία του- επιβεβαιώνοντας την παρουσία του ως σημαντικής δύναμης στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας και όχι απλώς ως μίας επιλογής διαμαρτυρίας, που κάνει “θόρυβο”, αλλά μένει στο περιθώριο. Στη Γερμανία την ίδια ώρα έχει φουντώσει και πάλι η συζήτηση για απαγόρευση του NDP, με αφορμή τα όσα έχουν συμβεί στο Τρέγκλιτς της Σαξονίας Άνχαλτ. Τον περασμένο μήνα λειτούργησε ως “μήνυμα αφύπνισης” εμπρηστική επίθεση σε πολυκατοικία, που θα φιλοξενούνταν Σύροι πρόσφυγες. Είχε προηγηθεί στις αρχές Μαρτίου η παραίτηση του δημάρχου της πόλης, Μαρκους Νιρτ, ύστερα από απειλές ακροδεξιών.
Από το γαλλικό FNP έως το Jobbik στην Ουγγαρία και το NDP της Γερμανίας, και από τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα έως το Κόμμα Ανεξαρτησίας (UKIP) στη Βρετανία και το Κόμμα Ελευθερίας στην Ολλανδία, τα ευρωπαϊκά κόμματα της άκρας Δεξιάς παρουσιάζουν διάφορες “αποχρώσεις” στα μηνύματα και τις πρακτικές τους. Παρόλα αυτά μοιράζονται βασικές ξενοφοβικές και ρατσιστικές ιδέες, που επιτρέπουν να τα αντιμετωπίσουμε ως σύνολο. Ένα σύνολο, που την τελευταία τετραετία και κυρίως μετά τις Ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου έχει ενισχύσει τη φωνή του και έχει διευρύνει αισθητά την δεξαμενή των υποστηρικτών του, απευθυνόμενο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σε ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων.
Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών λειτούργησαν ως το πρώτο ηχηρό “καμπανάκι”. “Πολιτικός σεισμός”, η “Ακροδεξιά επέλαση στις Βρυξέλλες” ήταν ορισμένοι από τους τίτλους εκείνων των ημερών, καθώς τα κόμματα αυτά, που λένε “όχι” στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμφανίστηκαν στους κόλπους της ισχυρότερα από ποτέ (υπάρχει σχετικός πίνακας, με τις έδρες και την αύξηση της δύναμης του κάθε κόμματος). Μεγάλος νικητής το FNP με ποσοστό 25%. “Θέλω να καταστρέψε την Ε.Ε., όχι την Ευρώπη. Δεν θέλω αυτή την Ευρωπαϊκή Σοβιετική Ένωση, που έχουμε σήμερα” δήλωνε τότε η επικεφαλής του, Μαρίν Λεπέν, στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.
“Σήμερα η πολιτική της άκρας Δεξιάς είναι η πολιτική της αγανάκτησης- το αποτέλεσμα αυτών, που αδυνατούν να κατανοήσουν, πόσο μάλλον να διαχειριστούν, τη συνθετότητα της μαζικής κοινωνίας”. Η φράση αυτή, αν και ανήκει στον Αμερικανό κοινωνιολόγο, Ντάνιελ Μπελ, που προσπάθησε να εξηγήσει το 1963 τις ρίζες της Ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει διατυπωθεί από αναλυτή για τη σημερινή ανοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη. Ο ίδιος στο κλασικό έργο του “Το τέλος της Ιδεολογίας”, θύμιζε τη θεωρία του Φραντς Φανόν, σύµφωνα µε την οποία πηγή των άκρων δεν είναι άλλη από την ταπείνωση. Kαι είναι πράγματι το αίσθημα ταπείνωσης, απόρροια συχνά της οικονομικής εξαθλίωσης, η αγανάκτηση έναντι του πολιτικού- τοπικού και ευρωπαϊκού- κατεστημένου, αλλά και ο φόβος έναντι του “άλλου”, τα στοιχεία, τα οποία διαχρονικά εκμεταλλεύεται για την ανάπτυξή της η ακροδεξιά ρητορική.
Τι είναι, όμως, αυτό, που οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην εκλογική ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων; Άρχισαν να αυξάνουν την απήχησή τους, όταν άρχισαν τη “μεταμόρφωσή” τους, την προσαρμογή της ρητορικής και της πρακτικής τους σε όσα φοβίζουν και προκαλούν την αντίδραση των πολιτών σήμερα. Από καθαρά ρατσιστικά και αντικρατικά κόμματα, εξελίχθηκαν σε αντιμεταναστευτικά, αντι-ισλαμικά, αντιευρωπαϊκά κόμματα και δυνάμεις “αντίστασης” κατά της λιτότητας. Στο στόχαστρό τους μπήκαν όσοι φέρεται να απειλούν “όλα αυτά που έχουν σημασία για τους Ευρωπαίους σήμερα”, όπως ισχυριζόταν χαρακτηριστικά σε παλαιότερη συνέντευξή του ο επικεφαλής του ακροδεξιού ολλανδικού Κόμματος Ελευθερίας, Γκέερτ Βίλντερς. “Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την συνεχιζόμενη άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, χωρίς να εστιάσουμε στο βασικό όπλο, που τους επέστρεψε να κάνουν πιο ελκυστικό το προφίλ τους: τον λαϊκισμό. Τους επέτρεψε να να διατυπώσουν τον αυταρχισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό τους με όρους τρεχόντων προβλημάτων και, κυρίως, καταδίκης βασικών ενόχων: των δημοκρατικών πολιτικών ελίτ που κυβερνούν την Ευρώπη από το τέλος του ΒΠΠ, των μεταναστών, σήμερα των τραπεζιτών και των γραφειοκρατών της Ε.Ε.” σχολιάζει στο naftemporiki.gr ο δρ. Άγγελος Χρυσόγελος, Senior Fellow του Royal Institute for International Affais Chatham House.
Η απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας, που επανήλθε στο προσκήνιο, τους προσέφερε την ευκαιρία να συνδέσουν αποτρόπαια φαινόμενα με την παρουσία μουσουλμάνων μεταναστών στις ευρωπαϊκές χώρες ή ακόμη και να “δικαιολογήσουν” δικές τους βίαιες επιθέσεις. Δεν ήταν, όμως, ο κρίσιμος παράγοντας για την ενίσχυσή τους. Το ακροατήριό τους σήμερα δεν περιορίζεται σε όσους ασπάζονται αυταρχικές ιδέες έναντι μεταναστών και μειονοτήτων.
Ο παράγοντας της οικονομικής κρίσης
Η οικονομική κρίση, οι πολιτικές σκληρής λιτότητας και η έκρηξη της ανεργίας λειτούργησαν περισσότερο ως “ευκαιρία”. Η άκρα Δεξιά είχε την ευκαιρία να διεκδικήσει χώρο από τα κόμματα (όλου του πολιτικού φάσματος), που αντιμάχονταν τις “υπαγόρευμενες από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών καταστροφικές πολιτικές” και να προωθήσει έναν ιδιότυπο “κοινωνικό εθνικισμό”, που ευαγγελιζόταν στήριξη της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης, κοινωνικό κράτος και ευημερία- αποκλειστικά βέβαια για τους γηγενείς πολίτες και φορολογούμενους.
Όπως μας εξηγεί ο κ. Χρυσόγελος “η οικονομική κρίση ήταν απλά ακόμη ένα βήμα σε μια διαρκή διαδικασία ‘εξομάλυνσης’ του προφίλ και του στάτους τους. “Κατά τη δεκαετία του ’80, τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη έβρισκαν υποστήριξη κυρίως μεταξύ του παραδοσιακού ακροατηρίου του φασισμού: μικροαστοί με αυταρχικές ιδέες εναντίον του κράτους προνοίας, των μεταναστών και των μειονοτήτων.
Από την δεκαετία του ’90, σύμφωνα με τον κ. Χρυσόγελο, σταδιακά μετατράπηκαν σε μεγάλα “εργατικά” κόμματα των χωρών τους, με την έννοια ότι προσέλκυσαν νέους άνδρες προερχόμενους από την εργατική τάξη, που αισθάνονταν απροστάτευτοι έναντι της ανοιχτής οικονομίας, του ανταγωνισμού με άλλες χώρες και μετανάστες, και των ελευθεριακών ηθών που προωθούσαν (κατ’ αυτούς) οι πολιτικές και ιδεολογικές ελίτ της Ευρώπης. Με την νέα κρίση κρίση, σήμερα, προσελκύουν πλέον και μεσοαστικά στρώματα, που στο παρελθόν ήταν μη δεκτικά στο ακροδεξιό μήνυμα. «Η κρίση αποτέλεσε άλλο ένα βήμα στην ‘κανονικοποίηση’ της ακροδεξιάς, της οποίας το κοινωνικό προφίλ θυμίζει πια περισσότερο τους διαταξικούς συνασπισμούς των μετριοπαθών κομμάτων (συντηρητικών, σοσιαλδημοκρατικών) παρά κάποια έκφραση ακραίων ή ριζοσπαστικών περιθωριοποιημένων ομάδων» εξηγεί.
Τα ακροδεξιά κόμματα με λίγα λόγια πέτυχαν να εκμεταλλευθούν τις ανησυχίες ή και την οργή των πολιτών και να τα μετατρέψουν σε πολιτική ατζέντα και εκλογικά διακυβεύματα. Και όσα από αυτά αναδείχθηκαν σε υπολογίσιμες δυνάμεις (με παρουσία στα εθνικά κοινοβούλια και την Ευρωβουλή) φρόντισαν να αποκηρύξουν (έστω και για τα μάτια του κόσμου) πρακτικές βίας, με τις οποίες είχαν συνδεθεί στο παρελθόν, να “στρογγυλέψουν” τις ακρότητες των θέσεών τους, ισχυριζόμενα ότι δεν έχουν καμία “συγγένεια” με το φασισμό, το ναζισμό και τον αντισημητισμό- ακόμη και εάν δηλώσεις ή ενέργειες κορυφαίων στελεχών τους απεδείκνυαν το αντίθετο. “Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η τάση είναι τα ακροδεξιά κόμματα να μειώνουν τη σημασία των ιδεολογικών τους χαρακτηριστικών και να δίνουν έμφαση σε μιά γενική κριτική των αποτυχιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς σε συνθήκες διεθνοποίησης των πολιτικών και οικονομικών διεργασιών. Γίνονται δηλαδή λιγότερο ακροδεξιά και περισσότερο λαϊκίστικα” εξηγεί ο κ. Χρυσόγελος, επισημαίνοντας πως ο λαϊκισμός “επιτρέπει σε πολλά διαφορετικά στρώματα με διαφορετικές και συχνά αντιθετικές διεκδικήσεις να προσελκύονται από ένα γενικευμένο και ρευστό μήνυμα διαμαρτυρίας που έχει ξεκάθαρους ‘καλούς’ και ‘κακούς’, ‘θύματα’ και ‘ενόχους'”.
Η στρατηγική αυτή του ολικού “face lift” είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί αισθητά η εκλογική βάση της ακροδεξιάς. Η αντίληψη, που κυριαρχούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, για το προφίλ των ψηφοφόρων τους: άνεργοι ή χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ανετράπη. Αν και “είναι τα κόμματα της διαμαρτυρίας σε μια εποχή που η διαμαρτυρία είναι ένα πολύ διαδεδομένο συναίασθημα”, κατέστη φανερό πως σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων της, την επιλέγουν συνειδητά, θέλοντας ουσιαστικά να επιδοκιμάσουν τη στάση της και όχι απλώς να διαμαρτυρηθούν. Έρευνες γνώμης αποκαλύπτουν πως οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις διαθέτουν αξιοσημείωτη διείσδυση και στα μεσαία στρώματα, σε πολίτες μεσαίου κυρίως, αλλά ακόμη και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ενώ αντλούν ψήφους όχι μόνο από τον παραδοσιακό χώρο της Δεξιάς, αλλά και από εκείνον της Αριστεράς. Η πολυσυλλεκτική δεξαμενή ψήφων, η προσπάθεια να ενδυθεί η ρατσιστική, ακραία και λαϊκίστικη ρητορική έναν μανδύα “μετριοπάθειας” και να διαγραφούν από τη μνήμη της κοινωνίας τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας είναι ίσως το στοιχείο, που προκαλεί το μεγαλύτερο προβληματισμό και ανησυχία.
Τα ισχυρά κόμματα της ακροδεξιάς
Το αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας ήταν έως πρόσφατα ο πιο ισχυρός “mainstream” ακροδεξιός πολιτικός σχηματισμός στην Ευρώπη, ελέγχοντας το 22% των εδρών του αυστριακού Κοινοβουλίου. Αισθητή κάνουν την παρουσία τους τώρα και οι Φινλανδοί του Σόινι, που διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνοντας ποσοστό περίπου 18% και διεκδικούν συμμετοχή στην κυβέρνηση. Στη γειτονική Σουηδία, οι “Σουηδοί Δημοκράτες” (PDF), όπως παραδόξως ονομάζονται, οι συγκέντρωσαν στις τελευταίες γενικές εκλογές σχεδόν το 14% των ψήφων. Ακολουθεί από κοντά το Jobbik με 12% στις τελευταίες εκλογές της Ουγγαρίας.
Το γαλλικό FNP είναι, ωστόσο, το κόμμα, που είχε απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο την Ευρώπη (έως πρόσφατα τουλάχιστον), καθώς έχει πετύχει επί προεδρίας της Μαρίν Λεπέν να καθιερωθεί στην πολιτική σκηνή της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης ως υπολογίσιμη δύναμη, η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης. H 46χρονη Μαρίν κληρονόμησε το κόμμα από τον πατέρα της, Ζαν Μαρί Λεπέν, ο οποίος το 2002 είχε καταφέρει να περάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της χώρας, για να ηττηθεί από τον Ζακ Σιράκ. Έκτοτε το FNP άρχισε να χάνει σταδιακά δύναμη έως και το 2011, όταν ανέλαβε τα ηνία η σημερινή επικεφαλής του. Χαρισματική στην επικοινωνία της με τα μέσα, έχει αποκηρήξει τον αντισημητισμό και δεν έχει διστάσει να κηρύξει τον πόλεμο στον πατέρα της, ύστερα από συνέντευξή του σε αντισημιτικό έντυπο, αρνούμενη να του επιτρέψει να είναι υποψήφιος σε προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις. Έχει και στο παρελθόν λάβει αποστάσεις από προκλητικές δηλώσεις του Ζαν Μαρί Λεπέν, επιχειρώντας άνοιγμα σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς. Στο στόχαστρό της παραμένουν βέβαια οι παραδοσιακοί “εχθροί”: μετανάστες και Ισλάμ, αλλά οι επιθέσεις της είναι πλέον εντονότερες και πιο συχνές εναντίον της “παράλογης πολιτικής” Βρυξελλών, της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Πολλοί κάνουν λόγο για «πολιτικό φαινόμενο». Ένα φαινόμενο, που μάλλον θα έπρεπε να φοβίζει.