Με τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), των βαυαρών Χριστιαοκοινωνιστών (CSU), των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Φιλελευθέρων (FDP) και του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανια (AfD) η γερμανική βουλή απέρριψε ψηφίσματα των Πρασίνων και του κόμματος Η Αριστερά που αφορούσαν τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.
Μετά από μια συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν 15 ομιλητές και η οποία διήρκεσε σχεδόν μιάμιση ώρα, η πλειοψηφία της βουλής επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την επίσημη γραμμή των μεταπολεμικών γερμανικών κυβερνήσεων.
Δηλαδή, ότι δεν υφίσταται θέμα αποζημιώσεων και επανορθώσεων προς την Ελλάδα και ότι το όλο ζήτημα έχει ρυθμιστεί οριστικά – τόσο νομικά όσο και πολιτικά. Με εξαίρεση το εθνικιστικό κόμμα AfD, όλα τα κόμματα συμφώνησαν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή ή μνήμη για τα γερμανικά εγκλήματα στο διάστημα της κατοχής και ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν προς αυτή την κατεύθυνση ελληνογερμανικές πρωτοβουλίες. Τη συζήτηση παρακολούθησε από τα θεωρεία της βουλής η νέα πρέσβης της Ελλάδας, Μάρα Μαρινάκη.
Στο ψήφισμά τους οι Πράσινοι ζητούσαν από τη γερμανική βουλή να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι το θέμα των επανορθώσεων και αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από σχετικές αξιώσεις, δεύτερον, ότι είναι νομικά αμφίβολη η θέση της γερμανικής κυβέρνησης πως το όλο ζήτημα είναι λήξαν και τρίτον, η βουλή να απαιτήσει από την κυβέρνηση μια νέα προσέγγιση στο θέμα του κατοχικού δανείου. Αν και δεν αναφερόταν ρητά στο αίτημα των Πρασίνων – απώτερος στόχος αυτής της πρότασης ήταν η επιστροφή, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, του δανείου στην Ελλάδα. Οι Πράσινοι δεν έθεταν όμως θέμα επανορθώσεων και αποζημιώσεων.
Μια τέτοια πρόταση δεν θα ήταν ρεαλιστική επισήμαναν κοινοβουλευτικά τους στελέχη στη Deutsche Welle. Σκοπός της πρωτοβουλίας τους ήταν να ξεκινήσει ένας διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο τρόπος, με τον οποίο οι γερμανικές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν τις τελευταίες δεκαετίες τα ελληνικά αιτήματα, ήταν «απότομος και ταπεινωτικός», δήλωσε ο βασικός εισηγητής των Πρασίνων στη συνεδρίαση της βουλής, Μάνουελ Σάρατσιν. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι μετά τον πόλεμο «η Ελλάδα είχε ανάγκη την εύνοια της χώρας των θυτών.»
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις θα πρέπει να είναι «επί ίσοις όροις», τόνισε. Οι Πράσινοι πρότειναν την καθιέρωση αναπτυξιακών προγραμμάτων για τα μαρτυρικά χωριά, τη στήριξη θυμάτων κατοχής και των οικογενειών τους, όπως και τη συνέχιση κοινών πρωτοβουλιών για τη διατήρηση της μνήμης για τη γερμανική κατοχή.
Την αναγνώριση των ελληνικών αιτημάτων ζητούσε στο ψήφισμά του και το κόμμα Η Αριστερά. Και όχι μόνο. Η βουλή θα έπρεπε να απαιτήσει από τη γερμανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει ως νόμιμα τα επίσημα ελληνικά αιτήματα για επανορθώσεις και αποζημιώσεις. Επίσης ζητούσε, η γερμανική κυβέρνηση να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Αθήνα με σκοπό τη σύναψη σύμβασης που θα ρύθμιζε το εύρος και τους όρους των επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Στην παρέμβασή του ο βουλευτής της Αριστεράς και πρόεδρος της Ελληνογερμανικής Επιτροπής Φιλίας της βουλης, Γκρέγκορ Γκιζι, τόνισε ότι η Γερμανία θα πρέπει να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να ανταποκριθεί στις ευθύνες που τη βαρύνουν από την περίοδο της Κατοχής.
Υπενθυμίζοντάς ότι η συζήτηση διεξάγεται την ημέρα του εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, τόνισε πως εκτός από αποζημιώσεις η Ελλάδα έχει ανάγκη και από πολιτική στήριξη. Σε μια περίοδο που η Άγκυρα διεκδικεί περιοχές στο Αιγαίο, η γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να επιτρέπει την εξαγωγή εξαρτημάτων για έξι πολεμικά υποβρύχια στην Τουρκία. «Με αυτές τις εξαγωγές πολεμικού υλικού στην Τουρκία η Γερμανία συμβάλλει στην στρατιωτική απειλή της Ελλάδας. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που μπορούμε να δικαιολογήσουμε, αν λάβουμε υπόψη το δικό μας ιστορικό παρελθόν», τόνισε.
«Χρόνια πολλά Ελλάδα! Ζήτω το Έθνος!»
Και άλλοι ομιλητές αναφέρθηκαν στην 25η Μαρτίου. Ο ελληνικής καταγωγής βουλευτής του FDP, Γρηγόρης Αγγελίδης, φώναξε μάλιστα από το βήμα της βουλής στα ελληνικά «Χρόνια πολλά Ελλάδα! Ζήτω το Έθνος!» Στη συνέχεια απέρριψε εκ μέρους των Φιλελευθέρων τα ψηφίσματα των Πρασίνων και της Αριστεράς επειδή «θα έφερναν διχόνοια».
Τα ζητήματα της κατοχής θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο της δραστηριότητας οργανώσεων όπως το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας. Παρόμοιες απόψεις εξέφρασαν και οι εισηγητές των χριστιανικών κομμάτων CDU και CSU. Όπως υποστήριξε για παράδειγμα ο βαυαρός Χριστιανοκοινωνιστής, Τόμας Έρντλ, το θέμα των ελληνικών αποζημιώσεων έχει «νομικά κλείσει» και ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πλέον απαιτήσεις, πράγμα που βέβαια δεν ευσταθεί.
Το ζητούμενο είναι τώρα, σύμφωνα με τον κ. Έρντλ, να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των γερμανικών εγκλημάτων στην Ελλάδα. Αυτό είναι υπόθεση της κοινωνίας των πολιτών στις δύο χώρες, επεσήμανε ο σοσιαλδημοκράτης Υφυπουργός Εξωτερικών, Μίχαελ Ροτ, στην ομιλία του. Προϋπόθεση για μια συμφιλίωση είναι η διατήρηση της μνήμης. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν κατά τον κ. Ροτ μεταξύ άλλων το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, το Ταμείο για το Μέλλον του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών όπως και η ανέγερση Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, που εν μέρει χρηματοδοτείται από τη Γερμανία.
Τέλος, το εθνικιστικό AfD καταλόγισε στους Πράσινους και την Αριστερά ότι θέλουν να δώσουν στην Ελλάδα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι τυχαίο, δήλωσε ο εισηγητής τους, Πέτρ Μπύστρον, ότι οι αποζημιώσεις που ζητούν οι Έλληνες κυμαίνονται περίπου στο ύψος του χρέους, δηλαδή σχεδόν 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Η συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο χώρες πραγματοποιήθηκε ήδη στη δεκαετία του ’50 με την επίσκεψη του τότε καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ στην Ελλάδα. Οι δε ένταση των σχέσεων τα τελευταία χρόνια είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας που επέβαλε η Άνγκελα Μέρκελ. Ως αντίδοτο πρότεινε την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.