Σημαντικές καθυστερήσεις στις διαδικασίες ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και ελλείψεις στην πληροφόρηση και στην επαρκή νομική υποστήριξη των προσφύγων διαπιστώνει έκθεση που συνέταξε η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Αίτημα» με τίτλο «Στην αναμονή: Αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα. Όψεις της διαδικασίας ασύλου».
Η έκθεση συντάχθηκε στο πλαίσιο πειραματικού προγράμματος παρακολούθησης των διαδικασιών ασύλου που η οργάνωση υλοποίησε την περίοδο Σεπτεμβρίου 2016- Μαρτίου 2017, ενώ βασίστηκε σε στοιχεία που αντλήθηκαν από διερεύνηση υποθέσεων αιτούντων άσυλο, διενέργεια συνεντεύξεων με αιτούντες, εκπροσώπους φορέων και οργανώσεων και δημοσιευμένα στοιχεία.
Στα νησιά παρατηρήθηκαν πολύ σημαντικές καθυστερήσεις έως και οκτώ μηνών κατά την πλήρη καταγραφή, καθώς και προτεραιοποίηση συγκεκριμένων εθνικοτήτων χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ημερομηνία άφιξης και εκδήλωσης βούλησης (μέχρι το τέλος του 2016 καθώς από τις αρχές του 2017 καταγράφονται όλες οι εθνικότητες).
Στην ενδοχώρα σημειώνεται ότι είναι σχεδόν αδύνατη η αυτοπρόσωπη υποβολή αιτήματος ασύλου στα περιφερειακά γραφεία ή τα αυτοτελή κλιμάκια και οι αιτούντες στη μεγάλη τους πλειοψηφία παραπέμπονται στη διαδικασία υποβολής αιτήματος μέσω skype.
Στην έκθεση σχολιάζεται ότι η επιλογή της διαδικασίας προκαταγραφής αντί της άμεσης πλήρους καταγραφής οδήγησε σε μεγάλες καθυστερήσεις έως και δέκα μηνών μέχρι την πλήρη καταγραφή των αιτημάτων.
Οι καθυστερήσεις στην καταγραφή των αιτούντων άσυλο έχει ως αποτέλεσμα και την καθυστέρηση στην υπαγωγή των αιτούντων στη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης, με αποτέλεσμα η Υπηρεσία Ασύλου να εξαντλεί το χρονικό περιθώριο των έντεκα μηνών που θέτει ο Κανονισμός του Δουβλίνου από την υποβολή της αίτησης μέχρι τη μεταφορά των αιτούντων σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Παρά το γεγονός ότι η έκθεση αναγνωρίζει ότι υπάρχει σημαντική ενίσχυση της Υπηρεσίας Ασύλου σε προσωπικό, ωστόσο και πάλι «δεν έχουν λυθεί κάποια βασικά προβλήματα, όπως η πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, ένα χρόνιο πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε να έχει επιλυθεί», όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο επικεφαλής της οργάνωσης Σπύρος Ριζάκος.
Σχετικά με την εμπλοκή του προσωπικού του EASO στη διαδικασία των συνεντεύξεων η οργάνωση εγείρει ζητήματα υπέρβασης των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης υπηρεσίας με βάση τον ισχύοντα κανονισμό της.
Αποκλίσεις στην ποιότητα συνεντεύξεων και αποφάσεων
Στην πρωτοβάθμια διαδικασία η ΜΚΟ «Αίτημα» εντοπίζει μεγάλες αποκλίσεις στην ποιότητα των συνεντεύξεων και των αποφάσεων. Ενδεικτικά παρατίθεται το παράδειγμα γυναίκας από το Καμερούν, η οποία κατά την εξέτασή της ενώπιον του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής τον Σεπτέμβριο του 2016 ανέφερε ότι υπέστη ξυλοδαρμό και βιασμό από ομάδα ανδρών, οι οποίοι σκότωσαν και την δωδεκάχρονη κόρη της στο σπίτι της μπροστά στα μάτια της. Ισχυρίστηκε ότι έχει σημάδια σε όλο της το σώμα, ότι της δημιουργήθηκαν προβλήματα στη μνήμη και ότι μετά το συμβάν σκέφτηκε πολλές φορές να αυτοκτονήσει, ζει μέσα στο φόβο και είναι τραυματισμένη ψυχικά. Η απόφαση που εκδόθηκε απορρίπτει την αίτησή της για χορήγηση διεθνούς προστασίας χωρίς ο χειριστής να έχει παραπέμψει την αιτούσα για ψυχιατρική ή ιατρική εκτίμηση προκειμένου να διερευνηθεί η ακρίβεια των ισχυρισμών της. Ωστόσο στη συνέχεια η οργάνωση «Αίτημα» παρέπεμψε τη γυναίκα στη «Μετάδραση», η οποία την πιστοποίησε ως θύμα βασανιστηρίων.
Η έκθεση εντοπίζει προβλήματα και στην εξυπηρέτηση των αιτούντων και των συνηγόρων τους από την Υπηρεσία Ασύλου και μάλιστα σχολιάζεται ότι «τόσο στα νησιά όσο και την ενδοχώρα η είσοδος στα περιφερειακά γραφεία και τα αυτοτελή κλιμάκια ασύλου ελέγχεται από ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης και όχι από ειδικά εκπαιδευμένους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιολογήσουν την κάθε περίπτωση αιτούντος που προσέρχεται σε αυτά».
Ως προς τη δευτεροβάθμια διαδικασία ασύλου η υιοθέτηση της έγγραφης διαδικασίας με ολοένα και περιοριζόμενη τη δυνατότητα διενέργειας προσωπικής συνέντευξης σημειώνεται ότι δεν παρέχει εχέγγυα μιας εμπεριστατωμένης αξιολόγησης.
Η οργάνωση διαπιστώνει ότι οι διαδοχικές και αλλεπάλληλες αλλαγές που συντελέστηκαν στο νομικό πλαίσιο και τη λειτουργία των Επιτροπών Προσφυγών είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες περίοδοι κατά τις οποίες οι επιτροπές αυτές δεν λειτουργούσαν καθόλου ή υπολειτουργούσαν.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με έλλειμμα παροχής νομικής πληροφόρησης που σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των διαδικασιών οδηγεί τους αιτούντες άσυλο σε σύγχυση. Στον πρώτο βαθμό εξέτασης των αιτημάτων παρατηρείται εξαιρετικά περιορισμένη παροχή νομικής συνδρομής και μόνο από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Στον δεύτερο βαθμό διευκρινίζεται ότι η νομική συνδρομή παρέχεται μέσω προγράμματος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σε συνεργασία με τις οργανώσεις «Μετάδραση» και «Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες».
Πηγή: ΑΜΠΕ