Skip to main content

Τα δύο σενάρια για τη διάρκεια της κρίσης

Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
 

Στην αθέατη πλευρά της διαχείρισης της κρίσης του κορωνοϊού, πίσω από την φαινομενική ψυχραιμία και συγκρατημένη αισιοδοξία, ξεχωρίζουν οι επίμονες ερωτήσεις του πρωθυπουργού και των υπουργών προς τους ειδικούς για το «τέλος του εφιάλτη». Γνωρίζουν καλά ότι το πόσο θα αντέξει το δημόσιο σύστημα υγείας αλλά και η οικονομία θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την απομόνωση στο σπίτι ή το χρόνιο εξεύρεσης και κυκλοφορίας του εμβολίου, αλλά από το πόσο θα διαρκέσουν η έξαρση της κρίσης του κορωνοϊού και τα μέτρα περιορισμού του.

Οι απαντήσεις που λαμβάνουν, με την υποσημείωση ότι πρόκειται για προβλέψεις με ρίσκο, παραπέμπουν σε δύο σενάρια. Τα πρώτα σημάδια υποχώρησης του κορωνοϊού να εμφανιστούν στο τέλος Απριλίου ή στο τέλος Μαΐου. Το πρώτο σενάριο θεωρείται καλό και το δεύτερο δύσκολο. Υπάρχει και αυτό της υποχώρησης του ιού στο τέλος Μαίου και επανεμφάνισής του – με μικρότερη ισχύ – τον Σεπτέμβριο, αλλά όλοι προτιμούν να σκέπτονται πως μέχρι τότε η ιατρική επιστήμη θα έχει δώσει την απάντησή της. 

Στον τομέα της υγείας εκπέμπεται συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η Ελλάδα έχει αποφύγει τον κίνδυνο «να γίνει Ιταλία ή Ισπανία». Η μάχη ωστόσο θα συνεχιστεί για τη συνέχιση του κλίματος αυστηρών μέτρων περιορισμού στο σπίτι, τουλάχιστον για τρεις εβδομάδες ακόμα. Αναζητείται το καλύτερο σχέδιο για την αποτελεσματική απαγόρευση της εξόδου και υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες, καθώς στην κυβέρνηση φοβούνται ότι η βελτίωση του καιρού που περιμένουν για να δουν τις προβλέψεις των επιστημόνων για ύφεση του ιού να επιβεβαιώνονται, μπορεί να φέρει χαλάρωση των μέτρων περιορισμού. Φοβούνται επίσης η έξαρση της κρίσης που προβλέπεται μέσα στον Απρίλιο, μπορεί να φέρει το δημόσιο σύστημα υγείας πέρα από τα όριά του.

Για την οικονομία, επικρατούν ανάλογοι φόβοι. Ο υπουργός Οικονομικών είπε στο «Βήμα της Κυριακής» ότι «το 2020 πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα», η έκθεση της Τράπεζας τη Ελλάδας κάνει λόγο για μηδενική ανάπτυξη και οι διεθνείς οίκοι υπολογίζουν ύφεση κοντά ή και πάνω από 5%.

Το σενάριο του Μαϊου – που όλοι προβλέπουν ως το πλέον πιθανό – περιλαμβάνει δύσκολες παραδοχές. Κατάρρευση εσόδων, κατακόρυφη αύξηση δαπανών, «κρασάρισμα» της αγοράς – πλην supermarkets και φαρμακεία –επιδείνωση στην αγορά εργασίας.  

Την ώρα που οι υπουργοί Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας ανακοίνωναν το τρίτο πακέτο στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων, στους κύκλους της κυβέρνησης συζητείτο ότι η ομπρέλα προστασίας της Ε.Ε. δεν είναι αρκετή, πως η πιθανή σύνδεση της οικονομικής βοήθειας με νέους μελλοντικούς στόχους – ένα «ελαφρύ» μνημόνιο δηλαδή, θα προκαλέσει ύφεση ή στασιμότητα η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να προβλεφθεί και πως η έκδοση ευρωομολόγου δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.  

Η κυβέρνηση από τη μία αξιοποιεί – όπως έχει σχεδιάσει – την χρηματοδότηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και από την άλλη επιμένει, με τη δύναμη που διαθέτει, στην έκδοση ευρωομολόγου, χωρίς να βρίσκεται ωστόσο στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με το Βερολίνο, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Σε ό,τι αφορά δε το περίφημο «μαξιλαράκι» των 32 δισ. ευρώ για το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση συζητά συνέχεια, η απάντηση που δίνεται – από κυβερνητικές πηγές – είναι η εξής:

Τα μισά χρήματα, δηλαδή τα 16 δισ. ευρώ, προορίζονται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και η χρήση τους μπορεί να αλλάξει μόνο με νέα απόφαση των θεσμών, όπως έχει συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Για τα υπόλοιπα, γίνονται σχέδια για την αξιοποίησή τους και δεν αποκλείεται κάποια από αυτά να αξιοποιηθούν για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο θα είναι το τελευταίο πράγμα στο οποίο θα καταφύγει το οικονομικό επιτελείο, καθώς θεωρείται πως όσο η κυβέρνηση δεν ακουμπά το «μαξιλαράκι» στέλνει μήνυμα στις διεθνείς αγορές πως η ελληνική οικονομία διατηρεί δυναμική, δεν είναι εύθραυστη, μπορεί να ανταπεξέλθει σε έκτακτες συνθήκες και να επανακάμψει.