Η ώρα αλλάζει και πάλι τα ξημερώματα σε όλη την Ευρώπη, ενόψει του χειμώνα. Τα ρολόγια σε όλη τη Γηραιά ήπειρο θα γυρίσουν μια ώρα πίσω.
Τι κι αν πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, κάνουν λόγο για «άσκοπο» μέτρο, αναφερόμενοι στην αλλαγή της ώρας δύο φορές τον χρόνο.
Η ιδέα της κατάργησης της αλλαγής της ώρας δεν είναι πρόσφατη. Η πρόταση άρχισε να διαμορφώνεται το 2018, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την τότε προεδρία του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση για να αξιολογήσει τη δημόσια γνώμη επί του θέματος.
Κάπου 4,6 εκατομμύρια Ευρωπαίοι συμμετείχαν στην έρευνα, εκ των οποίων το 84% δήλωσε ότι υποστηρίζει την κατάργηση της αλλαγής της ώρας.
Με βάση αυτά τα ευρήματα, η Επιτροπή πρότεινε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την κατάργηση του συστήματος, αφήνοντας τα κράτη μέλη ελεύθερα να επιλέξουν εάν θα διατηρήσουν τη χειμερινή ή τη θερινή ώρα.
Στις 26 Μαρτίου 2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση με 410 ψήφους υπέρ, 192 κατά και 51 αποχές. Στην επίσημη δήλωση, το Κοινοβούλιο ανακοίνωσε ότι κάθε κράτος μέλος θα αποφασίσει για τη δική του επίσημη ώρα και ότι η τελευταία εποχική αλλαγή θα πραγματοποιηθεί το 2021.
Στις εθνικές καλένδες
Το θέμα παραπέμφθηκε σε διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ και εδώ ήταν που η διαδικασία σταμάτησε: αρκετά κράτη εξέφρασαν σκεπτικισμό, φοβούμενα ότι η κατάργηση της αλλαγής της ώρας χωρίς ακριβή συντονισμό θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση.
Χώρες όπως η Φινλανδία και η Πολωνία, αν και υποστήριξαν τη μεταρρύθμιση, εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις της θερινής ώρας στην υγεία.
Η Πορτογαλία και η Ελλάδα αντιτάχθηκαν σθεναρά στην κατάργησή της. Η Ιταλία τήρησε επίσης μια επιφυλακτική στάση και προτίμησε να διατηρήσει το status quo.
Λίγο αργότερα, με το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, η προτεραιότητα της ΕΕ μετατοπίστηκε στη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας και το ζήτημα της ώρας τέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Η Κομισιόν δεν έχει την εξουσία να επιβάλει ένα ενιαίο χρονοδιάγραμμα, αλλά μόνο να συντονίζει τις αποφάσεις των μεμονωμένων κρατών μελών, και έτσι ο «φάκελος ώρα» παραμένει σε στασιμότητα μέχρι σήμερα.
Σε σημείωμα πάντως του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στις 20 Οκτωβρίου αναφέρεται: «Ήρθε η ώρα να αντιμετωπιστεί αυτό το σημαντικό ζήτημα, δεδομένου του ανανεωμένου ενδιαφέροντος που εξέφρασαν αρκετά κράτη μέλη πριν από λίγους μήνες κατά τη διάρκεια της πολωνικής Προεδρίας».
Η Ισπανία ξανανοίγει το θέμα
Η Ισπανία επιχειρεί τώρα να ανοίξει ξανά το ζήτημα. Το θέμα έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Ενέργειας της ΕΕ, καθώς λήγει το ημερολόγιο της ΕΕ για την περίοδο 2022-2026, που καθορίζει τις επίσημες ημερομηνίες για τη μετάβαση μέχρι το επόμενο έτος.
Η Τερέζα Ριμπέρα, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην Ισπανίδα υπουργός, εξέφρασε επίσης την υποστήριξή της στην πρωτοβουλία, λέγοντας ότι αυτή είναι «η κατάλληλη στιγμή για δράση».
Από πολιτική άποψη, η ισπανική πρωτοβουλία βρίσκεται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο. Για να προχωρήσει, θα απαιτηθεί ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, δηλαδή τουλάχιστον 15 από τις 27 χώρες ή κράτη που αντιπροσωπεύουν το 65% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Αυτό το αποτέλεσμα απέχει πολύ από το να είναι προδιαγεγραμμένο, ιδίως δεδομένων των δυσκολιών του παρελθόντος.
Προς το παρόν, το τέλος της αλλαγής της ώρας παραμένει μια υπόθεση εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση πρέπει πρώτα να υποβληθεί σε νέες διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Είναι πιθανό οι διαπραγματεύσεις, που συνήθως είναι πολύ χρονοβόρες, να συνεχιστούν και πέρα από το 2026, το έτος που λήγει το ευρωπαϊκό ημερολόγιο.












