«Μέτωπο» για την παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης συνθέτουν με δημόσιες τοποθετήσεις τους φορείς και αξιωματούχοι της περιοχής, ενόψει της άφιξης του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη μεθαύριο, Πέμπτη, και της αναμενόμενης γνωστοποίησης του νέου σχεδίου για την ανάπλαση της ΔΕΘ.
Την ανάγκη να μη χαθεί το Momentum για την Ανάπλαση της ΔΕΘ τονίζει καταρχάς ο πρόεδρος της ΔΕΘ-Helexoi Α.Ε., Τάσος Τζήκας.
“Το εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο που έχουμε οραματιστεί και σχεδιάσει θα είναι το πιο βιοκλιματικό και αρχιτεκτονικά ελκυστικό στην Ευρώπη. Και το πιο σημαντικό: πλαισιώνεται από έναν πνεύμονα πρασίνου, ένα πάρκο άνω των 100 στρεμμάτων, σχεδιασμένο από ένα από τα κορυφαία αρχιτεκτονικά γραφεία της Ευρώπης, μία όαση στο κέντρο της πόλης” τονίζει σε δηλώσεις του στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής, και συνεχίζει: “Η πρότασή μας είναι να δρομολογηθεί η κατασκευή δύο περιπτέρων και ενός συνεδριακού κέντρου υψηλών προδιαγραφών. Είναι υποδομές απολύτως αναγκαίες για τη Θεσσαλονίκη που ονειρευόμαστε, για μια πόλη εξωστρεφή, σύγχρονη και δημιουργική. Γι΄ αυτό και τώρα είναι η στιγμή να κινηθούμε με αποφασιστικότητα. Να εξασφαλίσουμε τους πόρους που απαιτούνται, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Δεν πρέπει να χαθεί το momentum για ένα έργο που υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση, και προσωπικά από τον πρωθυπουργό, τις τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις και από τους αρχηγούς της σημερινής και της πρώην αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι η ώρα το έργο να ξεκινήσει και να θεμελιωθεί σύντομα”.
Ο κ. Τζήκας κάνει επίσης εκτενή αναφορά στο ιστορικό της ανάπλασης και τονίζει τη σημασία της ΔΕΘ για την τοπική και εθνική οικονομία: “Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης είναι το πιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που διαθέτει η πόλη, με διεθνείς όρους, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς της. Είναι η πλατφόρμα όπου η Ιστορία διασταυρώνεται με την οικονομία, ο πολιτισμός με την καινοτομία και η παράδοση με το μέλλον.
Ωστόσο, τις προηγούμενες δεκαετίες η Θεσσαλονίκη έχασε σημαντικό εκθεσιακό μερίδιο κυρίως εξαιτίας της παλαιότητας των εκθεσιακών υποδομών και της καθυστέρησης του εκσυγχρονισμού τους. Ήταν ένα τίμημα που η πόλη το πλήρωσε ακριβά και οι συνέπειες του είναι σήμερα πιο αισθητές από ποτέ. Αυτός ήταν ο λόγος που από το 2012, πέρα από τη συγχώνευση των δύο εταιρειών και την επιχειρησιακή αναγέννηση με την αύξηση των κλαδικών εκθέσεων, της επισκεψιμότητας, του τζίρου και της κερδοφορίας, ξεκινήσαμε συστηματικά τον σχεδιασμό ενός νέου, σύγχρονου εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, εκεί που ήταν πάντα, στο κέντρο της πόλης. Δεν θέλαμε άλλωστε να χαθεί η ιστορική και συναισθηματική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με την Έκθεση, μια σύνδεση που αποτελεί συνέχεια των Βυζαντινών Δημητρίων. Η δουλειά που έγινε έκτοτε ήταν μεθοδική, επίμονη και συστηματική.
Επιπλέον εργαστήκαμε με όρους συλλογικότητας, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε τη μέγιστη συναίνεση με την κοινωνία, τους φορείς της πόλης και τα πολιτικά κόμματα.
Δεν ήταν όμως μόνο ένας τεχνικός σχεδιασμός αλλά επιπλέον μία αναπτυξιακή και περιβαλλοντική επιλογή. Από την αρχή θέσαμε ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου που δεν θα ήταν απλώς ανταγωνιστικός εκθεσιακά, αλλά και εμβληματικός αρχιτεκτονικά και υψηλής ποιότητας οικολογικά. Την υλοποίηση ενός έργου που θα βελτίωνε την καθημερινότητα των πολιτών, θα ενίσχυε την τοπική οικονομία και θα έκανε τη Θεσσαλονίκη πιο ελκυστική, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά, για όλα εκείνα τα παιδιά που τα τελευταία χρόνια έφυγαν στο εξωτερικό αναζητώντας την τύχη τους.
Με αυτή τη φιλοσοφία προχωρήσαμε στη διοργάνωση ενός διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού υπό την αιγίδα της UNESCO και της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων, που ήταν πρότυπο. Ο διαγωνισμός προσέλκυσε σημαντικές συμμετοχές (116 από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά γραφεία του κόσμου, από όλες τις ηπείρους) και τελικά ανέδειξε μία πρόταση που βραβεύθηκε όχι μόνο για την αρχιτεκτονική της ποιότητα, αλλά και για τον βιοκλιματικό και «πράσινο» χαρακτήρα της.
Μετά από διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, σε συμφωνία με την Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, τον Δήμο Θεσσαλονίκης και με τη στήριξη της Πολιτείας και του ίδιου του πρωθυπουργού, το αρχικό σχέδιο προσαρμόστηκε: αφαιρέθηκαν το επιχειρηματικό κέντρο και το ξενοδοχείο, διατηρήθηκε όμως ο πυρήνας της πρότασης: η κατασκευή ενός σύγχρονου εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, το οποίο θα αποτελεί πραγματικό αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα και θα ανεβάσει τον πήχη για τον εκθεσιακό φορέα και συνακόλουθα για την εκθεσιακή ταυτότητα της πόλης”.
Υπέρ της παραμονής της ΔΕΘ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης τάσσεται ξεκάθαρα από την πλευρά του ο Ευρωπαίος Επίτροπος Βιώσιμων Μεταφορών και Τουρισμού, Απόστολος Τζιτζικώστας,τονίζοντας πως πρέπει επίσης να αυξηθεί η δημόσια συμμετοχή στο έργο αλλά και να μην επιλεγεί μια “κουτσουρεμένη λύση που θα καταστήσει τη ΔΕΘ μη ανταγωνιστική.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, τονίζει καταρχάς ο κ. Τζιτζικώστας, “δεν είναι απλώς ένα κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, είναι πολλά περισσότερα. Είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η Θεσσαλονίκη μιλάει στον κόσμο. Δείχνει τη δύναμη, τη δημιουργικότητα και τις δυνατότητές της. Και ταυτόχρονα, αποτελεί στρατηγικό εργαλείο οικονομικής και τουριστικής ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Ελλάδα. Η ανταγωνιστικότητα λοιπόν του εκθεσιακού μας φορέα δεν είναι εταιρική υπόθεση, αλλά θέμα ζωτικής σημασίας για τη Θεσσαλονίκη και την χώρα μας. Αν χάσει την ανταγωνιστικότητά της, χάνει η Θεσσαλονίκη. Αν μείνει πίσω, μένουμε πίσω όλοι μας”.
Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει – επίσης με δήλωσή του στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής” – ότι “το Διεθνές Εκθεσιακό και Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλονίκης πρέπει να παραμείνει στην «καρδιά» της πόλης και με την ανάπλασή του να θωρακιστεί, να εκσυγχρονιστεί, να αναβαθμιστεί και να ενισχυθεί σημαντικά για να αντιμετωπίσει τον ολοένα και μεγαλύτερο διεθνή εκθεσιακό ανταγωνισμό, ειδικότερα τον αυξανόμενο ανταγωνισμό στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου οι εκθεσιακοί και συνεδριακοί χώροι επεκτείνονται και εκσυγχρονίζονται διαρκώς. Χρέος μας είναι να προασπίσουμε το μέλλον και τη βιωσιμότητα του εκθεσιακού μας κέντρου, διασφαλίζοντας τα πολλαπλά οφέλη του για τον τόπο μας και παράλληλα να δώσουμε στην πόλη ένα μητροπολιτικό πάρκο που θα βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα της ζωής όλων των πολιτών και θα ενισχύσει την προσπάθειά μας για τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, δημιουργώντας ένα επιπλέον τοπόσημο”.
Αναφορικά, δε, με τον τρόπο χρηματοδότησης του έργου και τις επόμενες κινήσεις τονίζει: “Ως Περιφερειάρχης, είχα θέσει την ανάπλαση και αναβάθμιση του εκθεσιακού μας κέντρου ως κορυφαία προτεραιότητα, κάτι που αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι καταφέραμε να εξασφαλίσουμε 30 εκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκούς πόρους της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για το έργο. Αυτό ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Σήμερα που το συνολικό κόστος για την υλοποίηση του έργου έχει αυξηθεί, είναι αναγκαίο η Πολιτεία να αυξήσει τη δημόσια συμμετοχή για να στηρίξει αποφασιστικά το έργο. Να προχωρήσει άμεσα η ανάπλαση, στη βάση του εξαιρετικού αρχιτεκτονικού σχεδίου που αναδείχθηκε μέσα από τον διεθνή διαγωνισμό του 2021, σε μια μοναδική διαδικασία για τα διεθνή αρχιτεκτονικά δεδομένα, που έλαβε υπόψη της την πόλη, τους πολίτες και την ανάγκη για τη δημιουργία ενός σύγχρονου, βιοκλιματικού και ανταγωνιστικού εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορούμε να πάμε σε μια κουτσουρεμένη λύση που θα καταστήσει τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μη ανταγωνιστική.
Δεν πρέπει λοιπόν να χάσουμε άλλο χρόνο. Η Θεσσαλονίκη δεν πρέπει να μείνει πίσω. Έχει ανάγκη από ένα έργο που θα σηματοδοτήσει αναπτυξιακά την επόμενη 50ετία, που θα τη βοηθήσει να ενισχύσει την εκθεσιακή και τουριστική της δυναμική και μαζί την επιχειρηματική και οικονομική της προοπτική, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των πολιτών και των επισκεπτών της”.