ΕΛΛΑΔΑ και καλοκαίρι, έννοιες αλληλένδετες. ΕΛΛΑΔΑ, Ελένη, Ελπίδα, Ελευθερία, από αυτές τις λέξεις συνέθεσε το επώνυμό του ο Ελύτης. Ο Ηλιοπότης. Ο Εραστής του Αιγαίου.
Δεν υπάρχει ποιητής μας που να ύμνησε περισσότερο το ελληνικό καλοκαίρι. Αυτός δόξασε την Ελλάδα για τα καλοκαίρια της από τους νεανικούς «Προσανατολισμούς» έως το μεγαλειώδες και καθοριστικό «Άξιον Εστί».
ΝΑ ΤΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ αυτά και να ντρέπεσαι για όσα συμβαίνουν το φετινό καλοκαίρι στην πατρίδα. Να θέλεις να τους φτύσεις στα μούτρα και να μην μπορείς. Μετέτρεψαν το κοινοβούλιο σε κόπρο του Αυγείου.
Η ΕΛΛΑΔΑ έβραζε αυτές τις μέρες σε ανήμερους καύσωνες. Καύσωνες φυσικούς, πολιτικούς, κοινοβουλευτικούς, ΟΠΕΚΕΠικούς!
ΑΚΟΜΑ και η Φλώρινα, η πιο δροσερή πόλη της Ελλάδας, έβραζε. 39 βαθμοί στη Φλώρινα σημαίνει 45 στην Αθήνα και την υπόλοιπη χώρα.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΩΤΟ αεράκι, που πάντα συνόδευε τα βραδάκια αυτής της ακριτικής πόλης, χάθηκε, όλα είναι ράθυμα. Ως και ο σκύλος μου, ο Ερμής, σκυλοβαριέται.
«ΥΠΑΡΧΕΙ κάτι σάπιο στην Ελλάδα», κανείς δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ είναι ένας κούφιος όρος. Ποια κοινωνία, άλλωστε, και με ποιους ηγέτες…
ΤΟ «ΠΝΕΥΜΑ των καιρών» ποιο είναι σήμερα…
Η ΑΤΕΡΜΟΝΗ ανία της τηλεόρασης;
Ο «ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ» Βορίδης και τα συναφή παρακλάδια του, ο «Φραπές», ο «Κρεοπώλης»;
ΘΟΥ, ΚΥΡΙΕ, φυλακήν τω στόματί μου.
ΑΧ ΘΕΕ ΜΟΥ, το καλοκαίρι στη δική μου τη γενιά σήμαινε χαρά και η χαρά είναι μέγα αγαθό και πρώτο.
ΤΕΤΟΙΕΣ μέρες, αν και δεν το θέλω, γίνομαι νοσταλγός. Η νοσταλγία είναι μεγάλη ρουφιάνα. Εντούτοις θυμάμαι ότι τα παλιά καλά χρόνια περνούσαμε τα καλοκαίρια μας «Μεταξύ λαγνείας και ποιήσεως», όπως υπέροχα έγραψε ο απολαυστικός Στάθης Τσαγκαρουσιάνος.
ΑΝΕΒΑΙΝΩ στο μαγικό χαλί των περασμένων και πάω στη Σαλονίκη που ήταν υγρή, λάγνα και νταραβεριτζού. Ερχόταν στου «Κρικέλα» η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ντάλα Χούντα, και πέταγε το στήθος της, ορθό, σαν άρθρο μελλοντικού Συντάγματος, όπως ορίζει ο ποιητής. Δίχως σιλικόνες και τα τοιαύτα. Η παραλία και ο Λευκός Πύργος φίσκα. Απέναντι λάμπανε στον λαιμό της νύχτας, λάμπανε σαν πετράδια τα τρία χωριουδάκια: Περαία, Μπαχτσές Τσιφλίκι και Αγία Τριάδα.
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, τέλος της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησαν από την εφημερίδα Θεσσαλονίκη» τα μπιτς πάρτι. Μου ’λαχε να είμαι και εγώ οργανωτής σε αυτό το νεραϊδομάνι.
OLYMPIANS, Charms, Idols, Fratelli, ο Πασχάλης, ο μοναδικός Νίκος Παπάζογλου, ο Πεντζίκης (όχι ο συγγραφέας) αλλά ο πιανίστας. Ηθοποιοί… παρεπιδημούντες στη συμπρωτεύουσα: Ηλιόπουλος, Φέρτης, Ξένια Καλογεροπούλου, Ρίκα Διαλυνά, Χαριτίνη Καρόλου. Χοροί πάνω στην άμμο. Βουτιές στον καταγάλανο Θερμαϊκό.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ σπαρμένα στον άνεμο από παντού. Δόξα τω Θεώ, ο ραψωδός της πόλης Βασίλης Τσιτσάνης έχει γράψει πολλά. Για όλους.
ΑΠΟ ΙΟΥΝΙΟ μέχρι Σεπτέμβρη, οι δίπατες Θεσσαλονικιές λιάζονταν στις παραλίες και λικνίζονταν στα ιστορικά νυχτερινά μαγαζιά: Καλαμίτσα, Καλαμάκι, Καν Καν, Βεντέτα, Καλύβα, εκεί τραγουδούσε το θρυλικό δίδυμο το Κοκοράκι και ο Χονδρονάκος, εκεί βασίλεψε η αρχοντορεμπέτισσα Λιλή.
ΑΛΛΑ και στην Αθήνα τα καλοκαίρια του ’70 και του ’80 ήταν υπέροχα. Ζέστες λογικές, θερινοί κινηματογράφοι, καλοκαιρινές μπουάτ, επιθεωρήσεις που έριχναν κυβερνήσεις. Πρόλαβα, Ηλιόπουλο, Φωτόπουλο, Μουστάκα, Λειβαδίτη, Βουτσά, Σπεράντζα Βρανά, Ρίζο, Μεταξόπουλο, Νάντια Φοντάνα, τον σπουδαίο Φλερύ και πλάι του τη θεά Λίντα Άλμα. Φανταστείτε αυτό το δίδυμο έκανε παγκόσμια περιοδεία με την Εντίθ Πιαφ. Τον Καστρινό με τη Ζώκα, και τον Σειληνό με τη Μαρία Ιωαννίδου. Ο Φρέντυ Γερμανός μοιραζόταν την κλίνη της…
ΑΛΛΑ εκείνα τα καλοκαίρια είχαν σε ακμή τα πιο σοβαρά φεστιβάλ, το Ηρώδειο και την Επίδαυρο. Όταν πρωτοκατέβηκα στην Αθήνα πρόλαβα και δύο τρία ρεστοράν πρώτης γραμμής. Ο «Ηριδανός», αν γούσταρες να φας κοντά στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη, τον Κώστα Καζάκο, τη Μιμή Ντενίση, εκεί και τα δύο ηφαίστεια: η Ζωή Λάσκαρη και η Μάρθα Καραγιάννη. Αλλά και το «Πάρτυ», αν ήθελες να βρεθείς κοντά στον Μάνο Χατζιδάκι, τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου. Οι συζητήσεις, φτερά στον άνεμο και οπωσδήποτε με αντιστασιακές κορόνες. Όλοι βρίζαμε τη Χούντα, αλλά μέχρις εκεί…
Η ΠΛΑΚΑ, η συνοικία των θεών, δροσερή. Να απλώνεις το χέρι σου και να πιάνεις τον Ιερό Βράχο, και τη Φωτεινή Λόγχη, τον Παρθενώνα μπηγμένο πάνω της.
ΟΙ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας ήταν: η Λήδρα, ο Ζυγός, ο Σκορπιός, η Διαγώνιος, το Ζoom.
Η ΛΗΔΡΑ ήταν πραγματικά μια αντιστασιακή κιβωτός, πέρασαν από εκεί ο αρχαγγελικός Νίκος Ξυλούρης, ο Μαρκόπουλος, η Μέμη Σπυράτου, ο Σταύρος Πασπαράκης.
ΣΤΟΝ ΖΥΓΟ ήταν το «βιολοντσέλο», η Βίκυ Μοσχολιού, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν ο Μίμης Δομάζος, μαζί με τη Μοσχολιού τραγουδούσε ο Δημήτρης Μητροπάνος και χόρευε η Νάντια Φοντάνα.
ΣΤΗ ΔΙΑΓΩΝΙΟ, μεταγενέστερα, τραγούδησαν ο Γιώργος Ντάλαρας, η Χάρις Αλεξίου, η Λιζέτα Νικολάου και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης.
ΣΤΟΝ ΣΚΟΡΠΙΟ βασίλεψε πολλά χρόνια ο γλυκύτερος «Γύφτος», ο μέγας και τρανός Κώστας Χατζής.
ΤΟ ΖOOM μετονομάστηκε σε «Σείριο», έπεσε πάνω εκεί ως μετεωρίτης ο Μάνος Χατζιδάκις, που έδωσε βήμα σε νέους δημιουργούς: Αφροδίτη Μάνου, Μελίνα Τανάγρη, Βασίλης Λέκκας, οι Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω. Αλλά και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης άφησε χνάρια στην Πλάκα και ο Δήμος Μούτσης. Βέβαια, και τα παλαιότερα αστέρια ο Γιώργος Ζωγράφος, η Πόπη Αστεριάδη, ο Μιχάλης Βιολάρης. Ξέχασα να πω για την πολυσήμαντη παρουσία του Μανώλη Μητσιά και της Δήμητρας Γαλάνη. Το πρόγραμμά τους παιζόταν κάθε βράδυ τρεις φορές, χαλούσε ο κόσμος δηλαδή. Εκεί γνώρισα και την υπέροχη λαϊκή τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη, που έλαμψε πλάι στον Μανώλη, αλλά και αργότερα στο Καν Καν πλάι στον τροβαδούρο Γιάννη Πουλόπουλο.
ΌΜΩΣ και τα μαγαζιά της νύχτας στην παραλία έδιναν έναν άλλο τόνο στην πόλη που δεν κοιμόταν. Εν αρχή ην ο Γρήγορης Μπιθικώτσης, ο Σερ Μπιθί. Το μεγάλο μεροκάματο. Στα «Δειλινά» ο Στράτος Διονυσίου, πρόλαβα και τον Δημήτρη Μητροπάνο με τη Χριστιάννα, στη «Φαντασία» τον Κόκοτα με τη Δούκισσα και στο «Στορκ» τη Σαλώμη της αριστοκρατίας, τη μέγιστη Μαρινέλλα. Σόου σαν το δικό της δεν ξαναείδε η Ελλάδα. Βέβαια, όποιος πήγαινε θα στραβομουτσούνιαζε λίγο, γιατί στα πρώτα καθίσματα ήταν πάντα οι αστέρες της Χούντας. Με λίγα λόγια, μπουζούκια μέχρι πρωίας. Βέβαια, τα μπουζούκια έχουν διαβαθμίσεις.
ΣΤΟ «ΧΑΡΑΜΑ» δίδασκε μουσικό ήθος ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης όλων των εποχών. Ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ξεφάντωμα μέχρι το ξημέρωμα και στην αίθουσα όλες οι κοινωνικές τάξεις, πλούσιοι και φτωχοί, φοιτητές και δημοσιογράφοι, μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, αλλά και πρόσωπα σπάνια όπως ο «τυραννοκτόνος» Αλέξανδρος Παναγούλης και ο ηρωικός ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής. Από εκεί πέρασαν και ξένοι αστέρες, ο Άντονι Κουίν, ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ, η Ρόμι Σνάιντερ. Πλάι στον Τσιτσάνη, η θρυλική Σωτηρία Μπέλλου. Πράγματα που σήμερα δεν μπορεί καν να τα ονειρευτεί κανείς.
ΜΕ ΛΙΓΑ λόγια, εκείνα τα χρόνια όλοι ήμασταν δίγαμοι. Και αγαπούσαμε, και ονειρευόμασταν. Θα μπορούσα να γράφω ώρες για τη μαγεία των καλοκαιριών εκείνες τις δεκαετίες. Αλλά είμαι συγχυσμένος, γιατί πάλι αυτήν τη στιγμή η τηλεόραση δείχνει το κοινοβούλιο που θυμίζει κοτέτσι και μαντρί. Λυπάμαι, ένας μέντοράς μου, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, θα τους αποκαλούσε πρόσωπα αισχρά.
ΛΥΠΑΜΑΙ τη σημερινή γενιά, που της έχουμε στερήσει τα πάντα, τη χαρά, τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία. Λυπάμαι που αυτή η γενιά δεν έχει βήμα για να εκφραστεί. Δεν έχει δασκάλους για να μάθει γράμματα, δεν έχει ποιητές για να εμπνευστεί και δεν έχει πολιτικούς να χαράξουν το μέλλον της. Στέρφα γενιά. Όμως, ο σπόρος υπάρχει πάντα στην Ελλάδα. Μέσα στην παράδοσή μας. Και πάντα πιστεύω πως αυτή η γενιά θα ξεπετάξει κάποιους, κάποτε, για να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση.