«Για μια ακόμη φορά, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει και προωθεί νομοσχέδια που αφορούν κρίσιμες πτυχές της λειτουργίας των πανεπιστημίων – όπως η “ασφάλεια των πανεπιστημίων” και οι διαγραφές φοιτητών, για τα οποία η ΠΟΣΔΕΠ έχει πάρει σαφή θέση, χωρίς να προηγηθεί κανενός είδους ουσιαστικός διάλογος με τους θεσμικούς φορείς της ανώτατης εκπαίδευσης», επισημαίνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού.
Όπως υπογραμμίζει, επαναλαμβάνεται το ίδιο απογοητευτικό μοτίβο: η πανεπιστημιακή κοινότητα πληροφορείται τις κυβερνητικές προθέσεις μέσα από συνεντεύξεις και διαρροές στον τύπο, χωρίς να έχει προηγηθεί εκτενής συζήτηση επί ενός προσχεδίου και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κριτική στις εξαγγελίες.
Μετά από την παρουσίαση στο υπουργικό συμβούλιο και μια εθιμοτυπική έκθεση των κεντρικών ρυθμίσεων στη Σύνοδο Πρυτάνεων, τα ολοκληρωμένα νομοσχέδια δημοσιεύονται απευθείας στην ηλεκτρονική διαβούλευση ως τετελεσμένα. Πρακτικά, χωρίς περιθώριο ουσιαστικών τροποποιήσεων και βελτίωσης.
Ταυτόχρονα, αγνοούνται συστηματικά παρατηρήσεις και αιτήματα για θεσμικά ή οικονομικά ζητήματα, ακόμη και για ελάσσονα υπηρεσιακά θέματα.
Σύμφωνα με την ΠΟΣΔΕΠ, «η κυβερνητική στάση δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική – είναι και αναποτελεσματική. Η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι σαφής:
- Ο νόμος Χρυσοχοϊδη για την πανεπιστημιακή αστυνομία, που ψηφίστηκε παρά τις ενστάσεις όλων των πανεπιστημιακών φορέων, απέτυχε πλήρως στην εφαρμογή του, όπως είχαμε προβλέψει, και εγκαταλείφθηκε στην πράξη.
- Ο νόμος Κεραμέως για τα ΑΕΙ, που επίσης προωθήθηκε χωρίς ουσιαστικό διάλογο, έχει υποστεί εκατοντάδες τροποποιήσεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποδεικνύοντας την προχειρότητα ενός νομοσχεδίου που προετοιμαζόταν επί τριετία, ενώ αρκετές διατάξεις του (όπως για τις κρίσεις μελών ΔΕΠ) έχουν λάβει πάμπολλες διαδοχικές παρατάσεις, και η εφαρμογή του νέου συστήματος διοίκησης έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα λειτουργίας σε πολλά πανεπιστήμια.
Η συστηματική αγνόηση της τεκμηριωμένης κριτικής και των θεσμικών προτάσεων της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν οδηγεί σε μεταρρύθμιση, αλλά σε παλινωδίες, δυσλειτουργία και υποβάθμιση, καθώς αλαζονικά “η κυβέρνηση εφαρμόζει το πρόγραμμά της” χωρίς διάλογο. Η κυβέρνηση επιλέγει να χειρίζεται επικοινωνιακά τις παρεμβάσεις της με στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων, αντί να επιδιώκει τη συνεργασία της πανεπιστημιακής κοινότητας με σκοπό την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου».
Η πανεπιστημιακή κοινότητα ζητεί «σεβασμό, όχι επιβολή της άποψής της, συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής και ειλικρινή διάλογο, καθώς οι εκπαιδευτικές πολιτικές για να αποδώσουν απαιτούν χρόνο, που υπερβαίνει μια κυβερνητική ή υπουργική θητεία και, συνεπώς, πρέπει να χαράσσονται συναινετικά και με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».