Skip to main content

Η ιστορία πίσω από την πιο διάσημη λοξή ματιά όλων των εποχών στο Χόλιγουντ

Wikipedia

Όταν ένα βλέμμα τα είπε όλα - Η Σοφία Λόρεν, η Τζέιν Μάνσφιλντ και μια φωτογραφία που έγινε σύμβολο - Το BBC μας θυμίζει εκείνη τη βραδιά που ο φωτογραφικός φακός κράτησε για πάντα στην μνήμη

Απρίλιος του 1957. Η Σοφία Λόρεν, στα 22 της, κάνει την επίσημη είσοδό της στην καρδιά του αμερικανικού σινεμά. Το στούντιο της Paramount της παραθέτει δείπνο στο εμβληματικό εστιατόριο Romanoff’s του Μπέβερλι Χιλς.

Η βραδιά είναι λαμπερή — παρόντες, από τη Μπάρμπαρα Στάνγουικ και τον Μοντγκόμερι Κλιφτ μέχρι τον Γκάρι Κούπερ. Και το BBC μας τη θυμίζει. Εστιάζοντας σε ένα βλέμμα.

Στην αίθουσα μπαίνει ξαφνικά Τζέιν Μάνσφιλντ. Καλυμμένη με μια γούνινη κάπα, τη βγάζει αργά, αποκαλύπτοντας ένα μεταξωτό φόρεμα κομμένο προκλητικά ως τη μέση του στήθους. Στοχευμένα κάθεται δίπλα στη Λόρεν. Οι φωτογράφοι δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Το κλικ του φακού αποτυπώνει κάτι που δεν σκηνοθετείται: η Τζέιν χαμογελά στον φακό, η Σοφία καρφώνει με το βλέμμα της το βαθύ ντεκολτέ της ξανθιάς σταρ. Ένα βλέμμα ανάμεικτο από αμηχανία, ζήλια και ελαφρά περιφρόνηση. Η «λοξή ματιά» της Λόρεν γίνεται μύθος.

Μια φωτογραφία, δύο κόσμοι

Το στιγμιότυπο αποτυπώνει με έναν σχεδόν συμβολικό τρόπο την αντίθεση ανάμεσα στις δύο γυναίκες: Ευρώπη απέναντι στην Αμερική, κομψότητα απέναντι σε χολιγουντιανή υπερβολή.

Η Μάνσφιλντ παρουσιάζεται σαν το αντίπαλο δέος της Μέριλιν Μονρόε — ξανθιά, σέξι, πληθωρική. Η Λόρεν, σικάτη και σίγουρη, έχοντας πίσω της το ιταλικό νεορεαλιστικό σινεμά και την καθοδήγηση του παραγωγού Κάρλο Πόντι.

Πίσω όμως από την αισθητική αντίθεση, υπάρχει και μια άλλη ιστορία: η πίεση στις γυναίκες του θεάματος να ανταγωνίζονται, να επιδεικνύονται, να διεκδικούν τον φακό. Μια ιστορία που τα media αναπαρήγαγαν για δεκαετίες.

Τι θυμάται η Σοφία Λόρεν

Σε συνέντευξή της το 2014 στο Entertainment Weekly, η Λόρεν σχολιάζει με χιούμορ αλλά και δυσφορία τη θρυλική εικόνα:

«Δείτε πού κοιτάζουν τα μάτια μου. Κοιτάζω το στήθος της γιατί φοβάμαι πως θα σκάσει, θα πεταχτούν όλα και θα πέσουν στο πιάτο μου! Στο πρόσωπό μου φαίνεται ξεκάθαρα ο τρόμος. Ήμουν πανικόβλητη».

Για την κόρη της Μάνσφιλντ, Μαρίσκα Χάργκιτεϊ —γνωστή σήμερα από το Law & Order: SVU— η εικόνα υπήρξε επώδυνη. Στο ντοκιμαντέρ “My Mom Jayne”, μιλά για το πώς μεγάλωσε προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί από την εκρηκτική, δημόσια περσόνα της μητέρας της.

Ωστόσο, μέσα από το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να ξαναγράψει την αφήγηση για την Τζέιν: μια γυναίκα πολυτάλαντη, που έπαιζε βιολί και πιάνο, μιλούσε τρεις γλώσσες, και χαρακτηρίστηκε από το Life ως η πιο έξυπνη «χαζή ξανθιά» του Μπρόντγουεϊ. Ήταν μία γυναίκα με προσωπικότητα και ικανότητες και όχι μια μπίμπο, όπως θέλησε το σύστημα να την πλασάρει.

Μια καριέρα που φλέγεται, μια άλλη που απογειώνεται

Η Λόρεν, μόλις τρία χρόνια αργότερα, θα γίνει η πρώτη γυναίκα που κερδίζει Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για ταινία ξενόγλωσση (Δύο Γυναίκες, 1960). Η Μάνσφιλντ, αντίθετα, αρχίζει να βλέπει το άστρο της να ξεθωριάζει.

Η Fox αποστασιοποιείται. Οι εμπορικές αποτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Μετά τον θάνατο της Μονρόε, το στούντιο τη διαγράφει οριστικά.

Για να επιβιώσει, η Μάνσφιλντ κάνει εμφανίσεις σε σούπερ μάρκετ, πρατήρια βενζίνης, οπουδήποτε υπάρχει κοινό. Έχει τρία παιδιά να μεγαλώσει και ένα τεράστιο σπίτι να συντηρήσει.

Το τραγικό τέλος και η κληρονομιά

Το 1967, σε ηλικία μόλις 34 ετών, η Μάνσφιλντ σκοτώνεται σε τροχαίο. Επέστρεφε από νυχτερινή εμφάνιση στο Μισισίπι, με κατεύθυνση μια ραδιοφωνική συνέντευξη στη Νέα Ορλεάνη. Πέθανε όπως έζησε: κυνηγώντας το φως της δημοσιότητας, κάθε δευτερόλεπτο.

Η Λόρεν, από την άλλη, αρνείται μέχρι σήμερα να υπογράψει αντίγραφα της φωτογραφίας.

«Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτό. Και επίσης, από σεβασμό στη Τζέιν. Δεν είναι πια κοντά μας», εξηγεί.