Είμαι απ’ αυτό το Καδή-κιοϊ [συνοικία της Αμισού]‧ τον πατέρα μου εσκότωσαν οι Τούρκοι‧ η μητέρα μου απέθανεν εν τη εξορία‧ εγώ και οι δύο μικρότεροι αδελφοί μου είμεθα εξωρισμένοι εις την Άγκυραν εις ένα χωρίο αυτής, μας είχον οι Τούρκοι και προσεπάθουν να μας τουρκέψουν‧ δεν ηθελήσαμεν και μας έδιωξαν από τα σπίτια και μας αφήκαν ν’ αποθάνωμεν από την πείναν και το κρύο εις τους δρόμους‧ εβγήκαμεν τότε από το χωρίον και εύρομεν ένα μύλον μακρυά όπου ειργαζόμεθα και μας έδινε την ημέρα ολίγον ψωμί. Ύστερα […] εφύγαμεν από κεί‧ και από βουνόν εις βουνόν, και από χωρίον εις χωρίον περπατώντες χωρίς να φανώμεν επέσαμεν τυχαίως εδώ […]¹.
Η μαρτυρική ιστορία της εννιάχρονης τροφίμου στο Ορφανοτροφείο της Αμισού συνοψίζει τα παθήματα των ορφανών ελληνοπαίδων του Πόντου, εκείνων που οι γονείς τους θανατώθηκαν, εξοντώθηκαν κατά τις εξαντλητικές πορείες ή από τις κακουχίες στα τάγματα εργασίας.