Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
Η μερική αποχώρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από τη Συρία δεν ήταν κίνηση η οποία αναμενόταν από διεθνείς παράγοντες και αναλυτές. Η λογική της, ωστόσο, δεν σηματοδοτεί μια αποδυνάμωση του ρόλου της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά περισσότερο μια κίνηση τακτικής.
- Η Ρωσία ακολούθησε κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης μία προσεκτικά διφορούμενη πολιτική. Δεν τάχθηκε κατά της ανατροπής των Μπεν Άλι, Μουμπάρακ, Καντάφι, εστιάζοντας όμως – σε αντίθεση με τους διαδηλωτές σε Τυνησία, Αίγυπτο, Λιβύη – όχι τόσο στον εσωτερικό αυταρχισμό τους, όσο στις σχέσεις που διατηρούσαν με τη Δύση. Ειδικά ο Λίβυος ηγέτης, πάλαι ποτέ σύμμαχος της Μόσχας, είχε ενισχύσει τα τελευταία χρόνια πριν την ανατροπή του τις επαφές με τη Γαλλία, την Ιταλία, αλλά και τις ΗΠΑ. Ανάλογες κινήσεις προσπαθούσε να κάνει και ο Μπασάρ Αλ Άσαντ, ο οποίος όμως βρισκόταν στη γενική σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, αλλά και του σιιτικού Ιράν, μεταξύ άλλων λόγω γεωγραφικής εγγύτητας.
- Ακόμη όμως και στην περίπτωση Άσαντ, η Μόσχα φρόντισε να έχει διαύλους με τμήμα της συριακής αντιπολίτευσης, ενώ προειδοποιούσε συχνά τον Σύρο πρόεδρο με «ψυχρές» τοποθετήσεις ή και κριτικά σχόλια για την τακτική του στον συριακό εμφύλιο. Τελευταίο κρούσμα η δήλωση του πρέσβη της Ρωσίας στον ΟΗΕ, Βιτάλι Τσούρκιν, ο οποίος «ράβδισε» τον Άσαντ, καλώντας τον να ξεχάσει τα σχέδιά του για ολοκληρωτική νίκη και ανακατάληψη ολόκληρης της Συρίας και θυμίζοντάς του ότι «η Ρωσία έχει επενδύσει πολλά στο συριακό», οπότε αναμένει να έχει λόγο στις επιλογές της Δαμασκού.
- Οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας λόγω του ουκρανικού παραμένουν και ο Βλάντιμιρ Πούτιν έπαιξε, ειδικά μετά τις ισλαμιστικές επιθέσεις στο Παρίσι, το χαρτί της κοινής πάλης Δυτικών – Ρώσων κατά του διεθνούς τζιχαντισμού. Έτσι, η Μόσχα, μέσω της στρατιωτικής επέμβασής της στη Συρία, πέτυχε να υποβαθμιστεί και περάσει σε δεύτερο πλάνο το ζήτημα της Κριμαίας, αλλά και της ντε φάκτο απόσχισης τμημάτων της ανατολικής Ουκρανίας. Η προτεραιότητα της Δύσης στον αγώνα ενάντια στον ισλαμιστικό εξτρεμισμό στη συγκεκριμένη περίπτωση εξυπηρετούσε τα σχέδια της Ρωσίας για ένα πνεύμα ρωσοδυτικής συστράτευσης, αν και τελικώς αυτό δεν οδήγησε σε άρση των κυρώσεων.
- Με την στοχοποίηση κυρίως φιλοδυτικών, κοσμικών ή και μετριοπαθών ισλαμιστών Σύρων ανταρτών από τα ρωσικά αεροσκάφη στη βορειοδυτική Συρία, με αφορμή και το γεγονός ότι στην περιοχή δρα το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα, Μέτωπο Αλ Νούσρα, η Ρωσία ενίσχυσε τις θέσεις του καθεστώτος Άσαντ λίγο πριν την εκεχειρία και έκοψε διόδους ανεφοδιασμού των φιλικών προς τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία ανταρτών από τα τουρκικά εδάφη. Έτσι, ενώ το Ισλαμικό Κράτος είχε γενικά μικρές απώλειες από τη ρωσική, αλλά και τη δυτική αεροπορική εκστρατεία, η φιλοδυτική και δεμένη με τις αραβικές σουνιτικές μοναρχίες συριακή αντιπολίτευση εμφανίζεται στη Γενεύη εξαιρετικά αποδυναμωμένη και διασπασμένη, χωρίς εμφανείς προοπτικές άμεσης νίκης επί του πεδίου.
- Η έμμεση και άμεση στήριξη, όχι μόνο της Δύσης, αλλά και της Ρωσίας στους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι έχουν αφιερωθεί στη ντε φάκτο δημιουργία αυτόνομης οντότητας στον συριακό βορρά και όχι στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, παρουσιάζει ενδιαφέρον και για μια ακόμη πλευρά της ρωσικής τακτικής: δημιουργεί εσωτερική αναταραχή στην Τουρκία, με την οποία πλέον η Ρωσία διατηρεί σχέσεις «πολεμικής» ψυχρότητας, αφού αναθερμαίνει την αποσχιστική δραστηριότητα του κουρδικού PKK στις νοτιοανατολικές τουρκικές επαρχίες.
Δεδομένου ότι η Μόσχα θα συνεχίσει να διατηρεί ναυτική, αλλά και αεροπορική βάση στις ελεγχόμενες από το καθεστώς Άσαντ περιοχές της Συρίας και θα επιμείνει στα «χειρουργικά» χτυπήματα κατά του Ισλαμικού Κράτους, όπου αυτό συγκρούεται με τον συριακό στρατό και όχι με τους αντάρτες (όπως συνέβη την Τρίτη 15 Μαρτίου στην Παλμύρα), η μερική αποχώρηση της Ρωσίας παρέχει πόντους στη ρωσική διπλωματία ως παράγοντα με θετική συμβολή στην κατάπαυση του πυρός.
Ο συσχετισμός δυνάμεων εντός Συρίας, εξάλλου, όπως αυτός «παγιώθηκε» με την εκεχειρία, δεν είναι έξω από τους ρωσικούς σχεδιασμούς για επιβίωση ενός «εχέφρονα» Άσαντ.
Κι αυτό γιατί ο άτυπος «σιιτικός άξονας» Ιράν – Ιράκ – Συρίας – Χεζμπολάχ του Λιβάνου, τον οποίο στηρίζει η Ρωσία στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο, σε περίπτωση που ο Άσαντ, υπερτιμώντας τις δυνάμεις του, άρχιζε επιθέσεις μαζικής κλίμακας κατά των ανταρτών και οδηγούσε σε χερσαία επέμβαση την Τουρκία ή/και τη Σαουδική Αραβία.