Skip to main content

Πανελλαδικές 2023: Έχει νόημα να είναι εύκολα τα θέματα;

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Το ερώτημα είναι αν ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων θα αλλάξει κάποιον από τους δύο παράγοντες που κρίνουν την εισαγωγή στα ΑΕΙ.

Φήμες κυκλοφορούν κάθε χρόνο για τη δυσκολία ή την ευκολία των θεμάτων των Πανελλαδικών. Έτσι φέτος κυκλοφορεί η φήμη ότι τα θέματα θα είναι ευκολότερα λόγω εκλογών. Αν τα θέματα των Πανελλαδικών είναι ευκολότερα θα πετύχουν περισσότεροι υποψήφιοι στα ΑΕΙ; Πρόκειται για ένα ερώτημα που απασχολεί πολλούς υποψηφίους και δημιουργεί όλη τη συζήτηση για εύκολα και δύσκολα θέματα. Έχει νόημα αυτή η συζήτηση; Ας δούμε τι πραγματικά ισχύει.

Πριν την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων το Υπουργείο Παιδείας ανακοινώνει τον αριθμό των εισακτέων στα ΑΕΙ. Πρόκειται για τις προσφερόμενες θέσεις σε κάθε Τμήμα των ΑΕΙ. Μέχρι και το 2020 αυτός ο αριθμός καθόριζε και τον αριθμό των υποψηφίων που θα εισάγονταν στα ΑΕΙ. Από το 2021, με την καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), ο αριθμός των εισακτέων μετατράπηκε στον μέγιστο αριθμό φοιτητών που μπορεί να δεχθεί κάθε Τμήμα, διότι για να εισαχθεί κάποιος σε ένα τμήμα πρέπει να ισχύουν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον να περνάει το όριο της ΕΒΕ για την εισαγωγή στο Τμήμα και δεύτερον να έχει γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους που ζητούν την εισαγωγή στο Τμήμα, ώστε να συγκεντρώσει περισσότερα μόρια από αυτούς και να βρεθεί μέσα στον αριθμό όσων είναι ο αριθμός των εισακτέων στο Τμήμα.

Το ερώτημα είναι αν ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων θα αλλάξει κάποιον από τους δύο παράγοντες που κρίνουν την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Η ΕΒΕ υπολογίζεται από το γινόμενο δύο αριθμών: του συντελεστή που έχει ορίσει το κάθε τμήμα και από το μέσο όρο των γραπτών όλων των υποψηφίων όλης της Ελλάδας (για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται). Ο μέσος όρος των γραπτών όλων των υποψηφίων προφανώς επηρεάζεται από την ευκολία ή τη δυσκολία των θεμάτων. Αν τα θέματα είναι εύκολα ο μέσος όρος θα είναι υψηλός, συνεπώς οι ΕΒΕ όλων των Τμημάτων θα είναι υψηλότερες. Αν τα θέματα είναι δύσκολα ο μέσος όρος θα είναι χαμηλότερος, οπότε οι ΕΒΕ όλων των Τμημάτων θα είναι χαμηλότερες.

Στον Πίνακα 1 βλέπουμε πώς διαμορφώνεται η ΕΒΕ του τμήματος Φιλολογίας Θεσσαλονίκης για διαφορετικές τιμές του μέσου όρου του 1ου Πεδίου. Οι τιμές για το 2022 και το 2021 είναι οι πραγματικές. Βλέπουμε ότι το 2022 οι επιδόσεις των υποψηφίων ήταν ελαφρά καλύτερες από το 2021, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος του 1ου Πεδίου να διαμορφωθεί στο 11,35 για το 2022 και το 11,17 για το 2021. Αυτό είχε ως συνέπεια η ΕΒΕ του Τμήματος να είναι 13,62 το 2022 και 13,40 το 2021. Τα ευκολότερα θέματα του 2022 έφεραν ελαφρά υψηλότερη ΕΒΕ.

Στον πίνακα 2 βλέπουμε τον αριθμό των υποψηφίων και τους επιτυχόντες τα τρία τελευταία χρόνια. Το ποσοστό επιτυχίας το 2022 ήταν 68,83%, ενώ το 2021 ήταν 66,84%. Πρόκειται για τα δύο χρόνια εφαρμογής της ΕΒΕ. Παρατηρούμε ότι η διαφορά στο ποσοστό επιτυχίας είναι της τάξης του 2%.

Το 2020, που δεν είχαμε την ΕΒΕ, τέθηκαν τα δυσκολότερα θέματα όλων των ετών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η βάση της Ιατρικής Αθήνας να διαμορφωθεί στα 18.250 μόρια, δημιουργώντας ιστορικό χαμηλό αφού ποτέ δεν είχε πέσει κάτω από τα 18.724 μόρια. Πρόκειται για πτώση 474 μορίων κάτω από τη μέχρι τότε χαμηλότερη βάση. Παρ’ όλα αυτά το ποσοστό επιτυχίας εκείνη τη χρονιά ήταν 88,15%. Συνεπώς δεν είναι τα δύσκολα ή τα εύκολα θέματα που θα βάλουν λιγότερους ή περισσότερους στα ΑΕΙ. Η ΕΒΕ είναι ο κόφτης, που αφήνει εκτός ΑΕΙ ένα στους τρεις υποψηφίους, όπως δείχνει το ποσοστό 68,83% και 66,84% των δύο ετών που εφαρμόστηκε. Το ερώτημα είναι αυτά τα ποσοστά είναι χαμηλά ή υψηλά και αν θα έπρεπε να εισάγονται σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι, όπως το 2020.

Καλό είναι να σπουδάζουν όλα τα παιδιά. Καλό είναι, όμως, να τους λέμε την αλήθεια. Αν σπουδάσουν όλοι κάποιοι δεν θα εργαστούν ποτέ πάνω στο αντικείμενο που σπούδασαν. Διότι όσο καλή διάθεση και να έχουμε τις θέσεις εργασίας τις δημιουργεί η οικονομία, που έχει τη δική της λειτουργία, τις δικές της ανάγκες και τους δικούς της κανόνες. Αν, λοιπόν, σπουδάζουν όλοι κάποιοι θα κάνουν τελείως διαφορετικές εργασίες στην επαγγελματική τους ζωή. Αν το ξέρουν αυτό τα παιδιά και οι γονείς θα μπορούν να πάρουν τις αποφάσεις τους. Παλιότερα αυτό δεν ενδιέφερε τους γονείς που ήθελαν απλά ένα πτυχίο για να βολέψουν το παιδί τους κάπου στο δημόσιο. Τώρα αυτό έχει τελειώσει, οπότε καλό είναι να γνωρίζουν οι γονείς ότι όταν σπουδάζουν όλοι, δεν βρίσκουν όλοι δουλειά.

Το ποσοστό επιτυχίας γύρω στο 66% που επιτεύχθηκε τα δύο τελευταία χρόνια είναι λογικό και επιτρέπει μεγαλύτερη αισιοδοξία στους αποφοίτους των σχολών να βρουν εργασία πάνω στο αντικείμενο που σπούδασαν. Το πρόβλημα είναι ότι η κατανομή των επιτυχόντων στα Τμήματα είναι ανομοιόμορφη. Δημιουργήθηκαν έτσι Τμήματα με πολύ μικρό αριθμό φοιτητών στα περιφερειακά Πανεπιστήμια και συνωστισμός φοιτητών στα κεντρικά Πανεπιστήμια. Προκύπτει, λοιπόν, το πρόβλημα της διαχείρισης των πόρων των Πανεπιστημίων (ανθρώπινων και κτιριακών) που είναι προβληματικό. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιούργησε μέχρι τώρα η ΕΒΕ, εκτός αν αυτό είναι το πρώτο βήμα για να κλείσουν πολλά Τμήματα στην περιφέρεια.

Με τις προσεχείς Πανελλαδικές θα έχουμε και πάλι χιλιάδες κενές θέσεις, για τρίτη κατά σειρά χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν πολλά τμήματα που στα τρία πρώτα έτη θα έχουν ελάχιστους φοιτητές. Αναγκαστικά αυτό θα οδηγήσει στο κλείσιμό τους. Το θέμα δεν είναι απλά να κλείσουν κάποια τμήματα. Το θέμα είναι να έχουμε ανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη.

Το συμπέρασμα που βγαίνει και είναι αυτό που ενδιαφέρει τους υποψηφίους είναι ότι ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων δεν αυξάνει ή μειώνει τους επιτυχόντες στα ΑΕΙ. Αυτό το κάνει η ΕΒΕ. Συνεπώς μη φοβάστε τα δύσκολα θέματα. Αν συμβεί τα θέματα να είναι πολύ δύσκολα, η ΕΒΕ θα μειωθεί και απλά θα πέσουν οι βάσεις. Σε κάθε περίπτωση δύο στους τρεις θα εισαχθούν στα ΑΕΙ.

*Μαθηματικός – Ερευνητής
www.stadiodromia.gr