Skip to main content

Τζ. Μπάιντεν: Το μειονέκτημα του να «κυβερνά» με προεδρικά διατάγματα

Επικριτές του νέου Αμερικανού προέδρου κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι κυβερνούν με προεδρικά διατάγματα και όχι μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ο Λευκός Οίκος απαντά ότι ο Μπάιντεν «δεν έχει καιρό για χάσιμο, προκειμένου να ανταποκριθεί με τη λήψη ιστορικών μέτρων στην υλοποίηση των υποσχέσεων που έδωσε στον αμερικανικό λαό». Στις 14 ημέρες που βρίσκεται στο Οβάλ Γραφείο ο Μπάιντεν υπέγραψε 28 διατάγματα, 4 φορές περισσότερα από τον προκάτοχό του στο ίδιο διάστημα. Εκτός αυτών υπάρχουν και οι διακηρύξεις και τα μνημόνια, που έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα.

Ανθεκτικοί στο χρόνο οι νόμοι, τα διατάγματα όχι

Παρόλα αυτά η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να κυβερνήσει, αν και οι Δημοκρατικοί έχουν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Αλλά γιατί; Για να δούμε πρώτα πώς ο νέος πρόεδρος κινήθηκε μέχρι τώρα. Εν ριπή οφθαλμού έλαβε μέτρα κατά της πανδημίας και την κλιματική αλλαγή, παράλληλα «διόρθωσε» πολλές αποφάσεις του Τραμπ. Προχθές το βράδυ δρομολόγησε, βάζοντας την υπογραφή του κάτω από 3 διατάγματα, την αναθεώρηση της περιοριστικής πολιτικής του προκατόχου του για τη μετανάστευση. Το πλεονέκτημα αυτών των διαταγμάτων από την οπτική γωνία του προέδρου είναι ότι μπορεί να τα εκδώσει χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου. Το μειονέκτημα: Δεν έχουν διάρκεια ζωής, επειδή δεν έχουν εγκριθεί από τα δύο νομοθετικά σώματα, Βουλή Αντιπροσώπων και Γερουσία.

Το μειονέκτημα γίνεται πιο σαφές σε ότι αφορά ένα διάταγμα του Ιανουαρίου του 1985, από τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρέηγκαν. Προέβλεπε ότι ξένες οργανώσεις βοήθειας στηρίζονται στις ΗΠΑ μόνο όταν δεσμεύονται ότι δεν κάνουν αμβλώσεις και δεν υποβοηθούν σε θέματα αμβλώσεων. Όλοι οι επόμενοι πρόεδροι από το Δημοκρατικό κόμμα απομακρύνθηκαν από αυτήν την πρακτική. Και όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι Πρόεδροι την επανέφεραν.

Οι νόμοι έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ισχύος από ότι τα διατάγματα, που ο κάθε διάδοχος στο Λευκό Οίκο μπορεί να τα «διορθώσει» με μια υπογραφή. Οι νόμοι προσφέρουν επίσης σημαντική ασφάλεια δικαίου. Κάθε ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ μπορεί να θέσει προσωρινά εκτός ισχύος προεδρικά διατάγματα και μάλιστα σε ολόκληρη την επικράτεια. Την εμπειρία απέκτησε ήδη και ο Μπάιντεν. Την περασμένη εβδομάδα ομοσπονδιακός δικαστής στο Τέξας αποδέχθηκε αίτημα του εκεί υπουργού Δικαιοσύνης από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και έθεσε εκτός ισχύος ένα από τα δύο προεδρικά διατάγματα της κυβέρνησης Μπάιντεν που αφορούσαν στην απαγόρευση απελάσεων. Η δυσκολία των νομοθετικών πρωτοβουλιών έγκειται στο εντεινόμενο κλίμα πολιτικής πόλωσης ανάμεσα στα δύο κόμματα με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει η έγκρισή τους σε ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα.

Η ιδιομορφία με τον λεγόμενο κανόνα Filibuster

Στην περασμένη κοινοβουλευτική περίοδο η Γερουσία αναδείχθηκε σε θεσμό αποκλεισμού σχεδίων νόμου υπό τον Ρεπουμπλικανό επικεφαλής της πλειοψηφίας Μιτς Μακ Κόνελ. Μάλιστα εμπόδισε ακόμη και πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες να φτάσουν προς ψήφιση. Στο μεταξύ ο Μακ Κόνελ είναι επικεφαλής της μειοψηφίας στη Γερουσία. Οι Δημοκρατικοί ελέγχουν εκτός από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία με οριακή πλειοψηφία. Και τα δύο κόμματα διαθέτουν από 50 γερουσιαστές. Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, που είναι επίσης πρόεδρος της Γερουσίας, έχει αποφασιστική σημασία. Αλλά κι αυτό δεν αρκεί για να αποδυναμώσει τον λεγόμενο κανόνα Filibuster, των κωλυσιεργιών και καθυστερήσεων, που ισχύει πάνω από 100 χρόνια. Και στα δύο νομοθετικά σώματα αρκεί απλή πλειοψηφία για την ψήφιση νόμων. Στη Γερουσία όμως με τον κανόνα Filibuster υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, που προβλέπει ότι για να ξεκινήσει η ψηφοφορία σε συνηθισμένα νομοσχέδια θα πρέπει να εγκριθεί από πλειοψηφία 60 εκ των 100 γερουσιαστών.

Με μια ειδική διαδικασία (reconciliation) εξαιρέθηκαν ορισμένα νομοθετήματα που αφορούν στον προϋπολογισμό. Θα είναι πιθανόν και ο δρόμος που θα επιλέξει ο Μπάιντεν για να περάσει το πακέτο οικονομικής στήριξης 20 τρις δολαρίων χωρίς την ψήφο των Ρεπουμπλικανών. Χρειάζονται όμως όλες οι ψήφοι των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. 

Το νόημα του λεγόμενου κανόνα Filibuster είναι ότι σε οριακές πλειοψηφίες το κόμμα που πλειοψηφεί θα πρέπει να αναζητήσει πλειοψηφίες. Στην πραγματικότητα όμως οδηγεί στο να μένουν στο χρονοντούλαπο πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες. Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του ο πρώην γερουσιαστής Τομ Γιουντάλ τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του Filibuster με το επιχείρημα ότι συνέβαλε στο να μετατραπεί το Κοινοβούλιο σε «νεκροταφείο της προόδου». «Δεν είμαι ο πρώτος, και φυσικά ούτε ο τελευταίος που το ζητά τελειώνοντας τη θητεία του, αλλά η Γερουσία είναι διαλυμένη».