Απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία η ένταση αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά του άρθρου 18 του νομοσχεδίου που ενσωματώνει οδηγία με νέες προβλέψεις που αφορούν την εκδίκαση ποινικών αδικημάτων.
Η εν λόγω οδηγία θεσπίζει, υπό όρους, τη δυνατότητα αποκλεισμού κατηγορουμένου από μέρος ή το σύνολο των στοιχείων μιας ποινικής δικογραφίας που τον αφορά, εάν αυτή ενδέχεται να θέσει σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή τρίτου προσώπου ή είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου ή την εθνική ασφάλεια.
Η ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 18 απορρίφθηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, ενώ όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης τάχθηκαν «υπέρ» τη αντισυνταγματικότητας της διάταξης.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης απέρριψε τις αιτιάσεις της Αντιπολίτευσης, αναφέροντας ότι για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ υπάρχουν επανειλημμένες αποφάσεις από το 2000 έως το 2008 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αναφέρει «ότι το δικαίωμα στην αποκάλυψη σχετικών αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι απόλυτο», σημειώνοντας ότι «για τις ποινικές υποθέσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναφέρει ότι μπορεί να υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα όπως είναι η εθνική ασφάλεια, η ανάγκη προστασίας μαρτύρων που διατρέχουν κίνδυνο αντιποίνων και για αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αναγκαίο να αποκρύπτονται στοιχεία προκειμένου να διαφυλαχθούν θεμελιώδη δικαιώματα τρίτων».
Ο κ. Φλωρίδης, απευθυνόμενος στους βουλευτές της Αντιπολίτευσης, τους οποίους χαρακτήρισε «δικαιωματιστές», τούς ρώτησε «σε τι ακριβώς διαφωνείτε με αυτά που έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο;».
Ο υπουργός υπενθύμισε την προϊστορία της διάταξης αυτής, με την ανάλογη του 2014- 2019 που είχε και πάλι με Οδηγία συμπεριληφθεί στην Ποινική μας Δικονομία και ενσωματώθηκε τότε στο εθνικό μας δίκαιο με την ψήφο και των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ λέγοντας ότι εκείνη σε σχέση με την σημερινή δεν είχε: τον σαφή προσδιορισμό ότι μόνο δικαστές και εισαγγελείς μπορούν να περιορίσουν την πρόσβαση κατηγορουμένου στην δικογραφία.
Ο κ. Φλωρίδης είπε ότι «ο δικαστής και ο εισαγγελέας θα πρέπει να μπορεί να προστατέψει τη ζωή των μαρτύρων σε σοβαρές υποθέσεις όπως είναι αυτές που αφορούν τρομοκρατικές ομάδες ή των κυκλωμάτων ναρκεμπόρων». Ο υπουργός καταλόγισε στους βουλευτές της Αντιπολίτευσης ότι «εσάς τους δικαιωματιστές με αυτά που λέτε, οι ζωές των μαρτύρων δεν σας ενδιαφέρουν. Ο ατελείωτος υποτιθέμενος δικαιωματισμός σας στην πραγματικότητα εξαντλείται στην προστασία των δικαιωμάτων των δολοφόνων. Είστε παντελώς αδιάφοροι κατά πόσο θα κινδυνεύσουν οι ζωές κάποιων άλλων αθώων ανθρώπων, που θέλουν να συμβάλουν στην αποκάλυψη της αλήθειας»
Απευθυνόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Φλωρίδης είπε «εσάς σας ενδιαφέρουν μόνο τα δικαιώματα των σκληρών εγκληματιών» για αυτό και «το 2015, με το νόμο Παρασκευόπουλου, της κυβέρνησης Τσίπρα και με πρόεδρο της Βουλής την κυρία Κωνσταντοπούλου αποφυλακίστηκε όλο το βαρύ έγκλημα της χώρας» και συμπλήρωσε πως «αυτή διάταξη αποκαλύπτει τις προτιμήσεις σας».
Για δε την αρνητική στάση του ΠΑΣΟΚ στην διάταξη του άρθρου 18 ο υπουργός σχολίασε «πως δεν περίμενα 11 χρόνια μετά να έρθει και να καταψηφίσει σε κάτι που είχε εισηγηθεί ως Κυβέρνηση. Και μάλιστα όταν η τότε διάταξη είχε λιγότερες εγγυήσεις. Στην πραγματικότητα αυτό που μας λέει σήμερα το ΠΑΣΟΚ αναδρομικά, είναι πως όσα είχε ψηφίσει τότε ως Κυβέρνηση ήταν αντισυνταγματικά!».
Τι υποστήριξε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ
Νωρίτερα, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος υποστήριξε την ένταση της Αντισυνταγματικότητας «ως μια αυτονόητη πρωτοβουλία σε μια ρύθμιση που αλλάζει ουσιαστικά το υφιστάμενο δικαιικό καθεστώς για τον κατηγορούμενο, περιστέλλοντος ουσιαστικά στα δικαιώματα του κατηγορουμένου.»
Ο κ. Ξανθόπουλος είπε ότι με την διάταξη αυτή «κατά την άποψή μας παραβιάζεται κατάφορα το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, ειδικότερα το άρθρο 20 του Συντάγματος και στο δικαίωμα δίκαιης δίκης άρθρο 6 της ΕΣΔΑ». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «παρόμοιο περιεχόμενο διάταξης είχε θεσπιστεί με το Ν. 4236/2014 άρθρο 12, αλλά καταργήθηκε με το νέο ΚΠΔ το 2019, καθώς κρίθηκε ως αχρείαστη, ασύμβατη με το συναφές υποκείμενο νομικό πλαίσιο».
Ο κ. Ξανθόπουλος, υπενθύμισε ότι και τότε το 2014 – 2019 είχαν εκφραστεί επικριτικά και σημαντικοί καθηγητές ποινικού δικαίου και συμπλήρωσε ότι «δεν εφαρμόστηκε ούτε μια φορά». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε ότι «το Σύνταγμα μπορεί να μην απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να καθορίζει τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος ακρόασης του κατηγορουμένου, εάν ο τρόπος αυτός δεν περιορίζει τα δικαιώματά του και δεν αναιρεί την ουσία τους. Μάλιστα εάν τεθούν περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να οδηγούν άμεσα ή έμμεσα σε κατάλυση προστατευόμενου ατομικού δικαιώματος».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Δημήτρης Μάντζος τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του άρθρου τόσο όπως είπε «σε δύο άξονες, νομικό και πολιτικό- δικαιοπρακτικό». Στο νομικό επίπεδο είπε ότι «κάθε περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου στην δικογραφία θίγει το δικαίωμα της ακροάσεως σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές και εθνικές εγγυητικές διατάξεις». Επεσήμανε ότι τόσο από τον δημόσιο διάλογο όσο και με ενάργεια σημείωσε ο νομικός κόσμος στα υπομνήματά που κατέθεσαν στην Βουλή προκύπτει ότι «υπάρχει σοβαρό ζήτημα μη συμβατότητας του άρθρου 18 του σχεδίου νόμου όπως εισάγεται με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ» και υιοθέτησε την θέση που εξέφρασε στην ακρόαση φορέων η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Ο κ. Μάντζος είπε ότι ο όρος «εθνική ασφάλεια» είναι αόριστος.
Υποστήριξε ότι «η Οδηγία δεν έχει στόχο την περιστολή των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου όπως εισηγείται η Κυβέρνηση αλλά το ακριβώς αντίθετο την πρόσβαση του κατηγορούμενου στην πρόσβασή του στην δικογραφία» κάτι που καταδεικνύεται στο άρθρο 10 της Οδηγίας. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος απαντώντας στο «πολιτικο- δικαιοπρακτικό» άξονα της αντίθεσης του ΠΑΣΟΚ στο άρθρο 18 είπε ότι «είναι άστοχη η επίκριση ότι το 2014 το ΠΑΣΟΚ τότε είχε ψηφίσει ανάλογη διάταξη» λέγοντας ότι «δεν υπάρχουν θέσφατα» και «από τότε έχουν συμβεί αδιάληπτα πολλά και σοβαρά πράγματα σε σχέση με το Κράτος δικαίου στην πατρίδα μας.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος ανέφερε ότι «το κόμμα του από την πρώτη στιγμή έχει καταγγείλει την σχετική διάταξη τονίζοντας ότι ενισχύει την επίθεση στα δικαιώματα του κατηγορούμενου. Αποτελεί παραβίαση του από ότι απομείνει από το τεκμήριο της αθωότητας». Η διάταξη αυτή είπε ο βουλευτής του ΚΚΕ «δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αντίθετα είναι ένα ακόμη συμπλήρωμα στην ενίσχυση της καταστολής σε περιόδους που επιταχύνεται η πολεμική διαδικασία».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ελληνικής Λύσης Κωνσταντίνος Χήτας είπε ότι θεωρεί και αυτός αντισυνταγματικό το άρθρο 18, αλλά η κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία της έντασης αντισυνταγματικότητας «είναι όπως πάντα προσχηματική και ατελέσφορή καθώς αποφασίζει η ότι θέλει η κυβερνητική πλειοψηφία». Ο κ. Χήτας ανέφερε ότι όσο δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο, που «θα μπορούσε να κρίνει την συνταγματικότητα των νόμων, τότε πάντα θα είμαστε πάντα χαμένοι».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Αριστεράς Δημήτρης Τζανακόπουλος υποστήριξε την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 18 και είπε ότι εδώ «περιορίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου με έναν αόριστο και γενικόλογο νομικό τρόπο που θέτει ευθέως τη δίκαιη δίκη κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος». Ο βουλευτής αντέκρουσε τον ισχυρισμό του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ ότι την διάταξή αυτή την έχουν υιοθετήσει όλες της χώρες της ΕΕ πλην μιας.
Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Νίκης Ασπασία Κουρουπάκη τάχθηκε και αυτή «υπέρ» της αντισυνταγματικότητας και υποστήριξε ότι ο αποκλεισμός κατηγορουμένου στην δικογραφία που τον αφορά με αόριστες και γενικότερες αιτιολογίες ισοδυναμεί με πλήγμα στο θεμελιώδες δικαίωμα της δίκαιης δίκης» κάτι που «εάν χαθεί, τότε δεν θα μιλάμε για Δικαιοσύνη, αλλά για ερεβώδεις μηχανισμούς εξουσίας»
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου υποστήριξε την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 18 λέγοντας « ότι οι διατάξεις του δεν είναι τόσο περιορισμένες όσο οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί. Είναι πολύ σοβαρότερες και πολύ ευρύτερες. Δεν κατατείνουν μόνο στον περιορισμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αλλά σε περιορισμούς και κεκτημένα δικαιώματα από την εποχή των μεγαλύτερων επαναστάσεων και ιστορικότερων διακηρύξεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η κυρία Κωνσταντοπούλου είπε μεταξύ άλλων πως « η διάταξη αυτή, είναι αντίστοιχη με εκείνες που στήθηκαν τα δικαστήρια του Κουαντάναμο, σε διαδικασίες πλήρους άρνησης δικαιώματος που δικαιολογούσαν μέχρι και βασανιστήρια στο όνομα της εθνικής ασφάλειας και της τρομοκρατίας».