Skip to main content

Η διπλή υποκρισία στο δημογραφικό

Λύση δεν μπορεί να βρεθεί για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή είναι η δημοκρατική βούληση του λαού, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη - Οι κοινωνίες μας απορρίπτουν τόσο το ριζοσπαστικό πείραμα της μαζικής μετανάστευσης όσο και την επιστροφή σε ένα προνεωτερικό παρελθόν όπου η γυναίκα έχει μόνο ρόλο την τεκνοποιία

Η συζήτηση για το δημογραφικό δεν είναι καινούργια. Ο γράφων θυμάται την κουβέντα για την «υπογεννητικότητα» ήδη από τη δεκαετία του ’90, ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα όμως διέφερε σε σχέση με σήμερα.

Αν σήμερα το δημογραφικό έχει αναγνωριστεί ως μια εθνική κρίση, στα χρόνια της ευημερίας των δεκαετιών 1990-2000 αντιμετωπιζόταν από τα κυρίαρχα κανάλια ενημέρωσης και ιδεολογίας με τρόπο συγκαταβατικό, συχνά περιπαικτικό. Στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε μια υφέρπουσα αυταρέσκεια ότι οι λίγες γεννήσεις συμβάδιζαν με τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Στη χειρότερη, οι σχετικές ανησυχίες αποδίδονταν σε εθνικιστική υστερία των «υπερπατριωτών» – οι οποίες σήμερα μάλλον έχουν δικαιωθεί.

Δύο αντιλήψεις  με ιδεολογικές προκαταλήψεις

Ακόμα όμως και αν το δημογραφικό αναγνωρίζεται πλέον στις πρέπουσες διαστάσεις του, δεν σημαίνει ότι ο δημόσιος διάλογος γίνεται με μεγαλύτερη σοβαρότητα ή ειλικρίνεια. Αντίθετα, κυριαρχούν δύο αντιλήψεις οι οποίες αντανακλούν ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολιτικές υστεροβουλίες, αντί να προσεγγίζουν την ουσία του θέματος.

Αυτές οι δύο αντιλήψεις είναι, από τη μια, η εργαλειοποίηση του δημογραφικού από την αριστερά (και μεγάλο μέρος της κεντροαριστεράς) για να δικαιώσει τις πεποιθήσεις της για τη μετανάστευση, και από την άλλη η φοβικότητα της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς (ως κυρίαρχη συνιστώσα της ευρείας δεξιάς) να μιλήσει για το θέμα με αξιακούς όρους, αντί με αυστηρά οικονομικίστικους.

Ξεκινώντας από την αριστερά, το δημογραφικό παρέχει μια χρυσή ευκαιρία για να επαναδιατυπωθεί το ζήτημα της μετανάστευσης με όρους θετικούς ως λύση για την έλλειψη εργατικών χεριών και τη συνταξιοδοτική ανισορροπία. Μετά από μια δεκαετία όπου η κοινή γνώμη είχε μετακινηθεί σε ξεκάθαρα αντι-μεταναστευτικές θέσεις, το δημογραφικό επιτρέπει μια ανάγνωση πιο χρηστική, που βέβαια δεν παύει να συνοδεύεται από τις συνήθεις αντιλήψεις για τα θετικά της πολυπολιτισμικότητας, της αποδόμησης της εθνικής ταυτότητας κ.λπ.

Η θετική στάση της αριστεράς αλλά και μεγάλου μέρους της θεσμικής κεντροαριστεράς για τη μετανάστευση (ίσως το μόνο ζήτημα στο οποίο αυτοί οι δύο χώροι συμφωνούν) δεν προκαλεί φυσικά έκπληξη. Αυτό που εντυπωσιάζει, όμως, είναι η ευκολία με την οποία η αριστερά υιοθετεί επιχειρήματα υπέρ της μετανάστευσης ως δημογραφική λύση που αντιβαίνουν τις υποτιθέμενες αρχές και προτεραιότητές της σε σωρεία άλλων ζητημάτων.

Η αντίφαση της αριστεράς

Είναι ομολογουμένως ενδιαφέρον να βλέπει κάποιος την αριστερά να επικροτεί δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ υπέρ της μετανάστευσης και να μη διερωτάται πώς και ποιοι θέλουν να επωφεληθούν από τη μαζική και μόνιμη εισροή φθηνότερου εργατικού δυναμικού.

Αντίστοιχα επικροτούνται άκριτα στατιστικές που προβλέπουν ότι στα επόμενα χρόνια θα χρειαστούν «χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι», παρά το ότι αυτές οι νέες θέσεις εργασίας θα αφορούν κυρίως μια ολοένα αυξανόμενη υπηρετική τάξη (στον τουρισμό, τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τα ντελίβερι), διασυνδεδεμένη όχι με τη συμπιεζόμενη μεσαία τάξη, αλλά με μια ολιγαρχία του πλούτου.

Από την αριστερά θα περίμενε κάποιος μια πιο κριτική ματιά για το πώς η αυξημένη μετανάστευση θα οξύνει τέτοιες διαδικασίες οικονομικής πόλωσης.

Η υποκρισίας της κεντροδεξιάς

Η υποκρισία από τη μεριά της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς, από την άλλη, αφορά το πώς αυτή συζητά τους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος. Εδώ επικρατεί μια οικονομικίστικη λογική όπου η δημογραφική κρίση θα αντιμετωπιστεί κυρίως με παροχές και διευκολύνσεις σε ζευγάρια για τη δημιουργία οικογένειας.

Ουσιαστικά η κεντροδεξιά με αυτόν τον τρόπο υιοθετεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, τον αντίστοιχο υλισμό της αριστεράς.

Το προφανές αντεπιχείρημα φυσικά είναι ότι η γεννητικότητα και η ευμάρεια δεν συσχετίζονται θετικά, αλλά αρνητικά, όπως μια απλή ματιά σε παγκόσμιες στατιστικές αποδεικνύει. Αν οι κοινωνικές παροχές εξασφάλιζαν περισσότερες γεννήσεις, τότε οι χώρες όχι της Αφρικής, αλλά της Βόρειας Ευρώπης θα έπρεπε να ακμάζουν δημογραφικά, ενώ φυσικά ισχύει το αντίθετο.

Είναι αλήθεια ότι οι οικονομικές κρίσεις σχετίζονται με εντεινόμενη δημογραφική υποχώρηση, όπως φάνηκε στην Ελλάδα μετά το 2010 ή στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση του κομμουνισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ισχύει και η αντίθετη συσχέτιση, ότι οι οικονομικές παροχές αυξάνουν τις γεννήσεις. Δημογραφικές κρίσεις λόγω ύφεσης επιτείνουν την προϋπάρχουσα τάση μείωσης των γεννήσεων, η οποία πάντα ξεκινάει τη στιγμή που μια κοινωνία αποκτά περισσότερη και γενικευμένη ευμάρεια.

Το σημείο καμπής

Όχι τυχαία, στην Ελλάδα το σημείο καμπής της γεννητικότητας τοποθετείται στο 1981-82 και η τάση είναι σταθερή αρνητική έκτοτε. Η κρίση του 2010 απλά την επιτάχυνε. Αντίστοιχα, αν κάποιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν σήμερα λίγο καλύτερη δημογραφική εικόνα από την Ελλάδα χάρη σε κάποιες παροχές και υποδομές, αυτό δεν αναιρεί ότι η Ευρώπη ζει συνολική δημογραφική υποχώρηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακριβώς δηλαδή την περίοδο γενικευμένης οικονομικής προόδου.

Αυτό το προφανέστατο δεδομένο προκαλεί μεγάλη αμηχανία στην κεντροδεξιά, γιατί αν το παραδεχόταν θα έπρεπε να αποδεχτεί και ένα μεγάλο ταμπού στον δημόσιο διάλογο: ότι ο βασικός παράγοντας της γεννητικότητας δεν είναι οικονομικός και υλικός, αλλά αξιακός, και αφορά κυρίως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η οποία για προφανέστατους πρακτικούς λόγους καθορίζει το αν μια xώρα θα έχει πολλές ή λίγες γεννήσεις. Η γενικευμένη οικονομική ευμάρεια πάντα συσχετίζεται με τη χειραφέτηση της γυναίκας, όσο αντιφατικά, αργά ή αποσπασματικά αν γίνεται αυτό, με καίρια παράμετρο τη συμμετοχή της στην αγορά εργασίας.

Για την κεντροδεξιά είναι πολύ πιο βολικό να αναπαράγει την υλιστική λογική της αριστεράς περί συσχέτισης μεταξύ παροχών και γεννητικότητας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει να αναμετρηθεί με το προφανές, ότι δηλαδή σε μια κοινωνία όπου οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων έχουν αποδομηθεί και οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σειρά νέων απαιτήσεων και πιέσεων ανάλογες με αυτές των ανδρών, η επιστροφή στο παρελθόν υψηλής γεννητικότητας είναι αδιανόητη. Αν το παραδεχόταν, θα έπρεπε να αποδεχτεί και την τεράστια καταστατική αντίφαση στην ιδεολογία της μεταξύ της οικονομίας της αγοράς από τη μια και των νεφελωδών «παραδοσιακών αξιών» και της στήριξης στον «θεσμό της οικογένειας» που οπορτουνιστικά εξακολουθεί να επαγγέλλεται από την άλλη.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και κόμματα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας αναλώνονται σε γενικότητες περί διευκολύνσεων και παροχών. Οι ελάχιστες απόπειρες να θέσουν το δημογραφικό σε αξιακή βάση, που ακουμπά τη θέση και τις επιλογές της γυναίκας (π.χ. στο ζήτημα των αμβλώσεων), αντιμετωπίστηκαν με επιθετική χλεύη από τα ΜΜΕ και το σύνολο του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου, της κεντροδεξιάς συμπεριλαμβανομένης. Μπροστά στη γενική κατακραυγή, ακόμα και θεωρούμενα «ακροδεξιά» ή «σκοταδιστικά» κόμματα προτιμούν πλέον τη σιωπή.

Η διπλή αυτή υποκρισία του δημόσιου διαλόγου δείχνει σε τελική ανάλυση ότι καμιά λύση δεν μπορεί να βρεθεί για το δημογραφικό, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή είναι η δημοκρατική βούληση του λαού, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη.

Σε συντριπτικό βαθμό οι κοινωνίες μας απορρίπτουν τόσο το ριζοσπαστικό πείραμα της μαζικής μετανάστευσης, για λόγους εθνικής και κοινωνικής συνοχής, όσο και την επιστροφή σε ένα προνεωτερικό παρελθόν όπου η γυναίκα θα έχει μόνο ρόλο την τεκνοποιία.

Ένα μέλλον με λιγότερους νέους ανθρώπους

Πολύ πιο ειλικρινές, αντίθετα, θα ήταν να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε για ένα μέλλον με πολύ λιγότερους νέους ανθρώπους, και όχι μόνο στην οικονομία και το συνταξιοδοτικό. Στην παιδεία για παράδειγμα, η κατάρρευση του αριθμού των φοιτητών τις επόμενες δεκαετίες θέτει επί τάπητος την ανάγκη ύπαρξης λιγότερων και μικρότερων αλλά καλύτερων πανεπιστημίων (εμείς όμως δημιουργούμε καινούργια ιδιωτικά).

Αντίστοιχα, θα πρέπει να μιλήσουμε για το μέλλον της εθνικής άμυνας με πολύ λιγότερους στρατεύσιμους, αναπροσαρμόζοντας τους εξοπλισμούς και τις τεχνολογίες που θα χρησιμοποιούμε. Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι μια τεράστια συζήτηση, που όμως προτιμάμε να αναβάλουμε προς όφελος της ανώδυνης ενασχόλησης με αλυσιτελή και μάταια μέτρα για την αντιμετώπιση μιας εθνικής καταστροφής που έχει ήδη συντελεστεί.

*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων στο London Metropolitan University