Σε μία σαφή νίκη των αμερικανικών τραπεζών, οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ ετοιμάζονται να ανακοινώσουν μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις στις κεφαλαιακές τραπεζικές απαιτήσεις εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, στο πλαίσιο της ατζέντας απορρύθμισης της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι ένα χρόνιο αίτημα που ζητούν επιμόνως οι αμερικανικές τράπεζες αλλά και κάτι που είχε υποσχεθεί ο Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία του. Πολλοί ωστόσο αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι μία χαλάρωση του αυστηρού πλαισίου κανονων που τέθηκε σε ισχύ μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, θα μπορούσε να «σπείρει τους σπόρους» για την επόμενη κρίση.
Οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένων της Φέντεραλ Ριζέρβ, του Γραφείου Ελεγκτή Νομίσματος και της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) -σκοπεύουν να μειώσουν τους επόμενους μήνες τον συμπληρωματικό δείκτη μόχλευσης, ο οποίος απαιτεί από τις μεγάλες τράπεζες να έχουν στην άκρη ένα προκαθορισμένο ποσό κεφαλαίου υψηλής ποιότητας έναντι της συνολικής μόχλευσής τους, όπως δάνεια και ανοίγματα εκτός ισολογισμού, (πχ παράγωγα), σύμφωνα με τους FT και τις πηγές που επικαλούνταιπηγές.
Ο εν λόγω κανόνας θεσπίστηκε το 2014, στο πλαίσιο μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που κρίθηκαν αναγκαίες μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Ο τραπεζικός κλάδος ασκεί πιέσεις κατά του συγκεκριμένου κανόνα εδώ και χρόνια, υποστηρίζοντας ότι μειώνει την ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις, “τιμωρώντας” ουσιαστικά τους πιστωτικούς ομίλους για τη διακράτηση περιουσιακών στοιχείων χαμηλότερου κινδύνου, όπως τα αμερικανικά ομόλογα, και περιορίζοντας την ικανότητά τους να συμμετέχουν στην αγορά κρατικού χρέους, ύψους 29 τρισ. δολαρίων.
«Τιμωρώντας ουσιαστικά τις τράπεζες για τη διακράτηση ενεργητικού χαμηλού ρίσκου, όπως τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, οι ρυθμιστικές αρχές υπονομεύουν την ικανότητά τους να ενισχύουν την ρευστότητα της αγοράς σε περιόδους αναταραχής και έντασης, όταν η επιπλέον ρευστότητα χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά”, σημειώνει στους FT ο Γκρεγκ Μπάερ, διευθύνων σύμβουλος της Bank Policy Institute. “Oι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να δράσουν τώρα παρά να περιμένουν το επόμενο γεγονός”, προσέθεσε.
Οι ρυθμιστικές αρχές αναμένεται να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για μεταρρυθμίσεις έως το καλοκαίρι.
Ωστόσο, οι επικριτές μίας τέτοιας απορρύθμισης προειδοποιούν ότι πρόκειται για μία άστοχη χρονική στιγμή για χαλάρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, εν μέσω της πρόσφατης αναστάτωσης των αγορών και των αλλαγών πολιτικών από τον Αμερικανό πρόεδρο. «Δεδομένης της παγκόσμιας κατάστασης, υπάρχουν όλων των ειδών οι κίνδυνοι – συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του δολαρίου και της κατεύθυνσης της οικονομίας για τις αμερικανικές τράπεζες – δεν φαίνεται να είναι η κατάλληλη στιγμή για να χαλαρώσουν τα κεφαλαιακά πρότυπα», δήλωσε στους FT ο Νίκολας Βέρον, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics.
Σπιράλ απορρυθμίσεων
Η είδηση λαμβάνει χώρα μετά από μια σειρά κινήσεων απορρύθμισης στην Ουάσινγκτον. Την περασμένη εβδομάδα, το Γραφείο Χρηματοοικονομικής Προστασίας των Καταναλωτών (CFPB) ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να ανακαλέσει 67 έγγραφα πολιτικής και κανονιστικών οδηγιών που χρονολογούνται περισσότερο από μια δεκαετία. Πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών επί Ομπάμα, ο Αμίας Γκέρετι, προειδοποίησε ότι η αναίρεση κανόνων χωρίς να ξαναγραφεί το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα χαοτικό ρυθμιστικό περιβάλλον για τις τράπεζες και τις fintechs.
Tην ίδια στιγμή, o πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ επικεντρώθηκε στην αναθεώρηση του πλαισίου πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, η οποία πραγματοποιήθηκε για τελευταία φορά το καλοκαίρι του 2020, επισημαίνοντας ότι έκτοτε οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά με την πιθανότητα των κρίσεων προσφοράς και συνεπακόλουθων αυξήσεων στις τιμές να γίνεται πιο συχνή τα επόμενα χρόνια.
Καθώς λοιπόν η οικονομία θα αλλάζει και η νομισματική πολιτική θα υπόκειται σε διαρκή μεταβολή, ο Πάουελ δήλωσε, απο το βήμα συνεδρίου, ότι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα είναι γενικά υψηλά, που σημαίνει ότι η εποχή των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων δεν πρόκειται να επιστρέψει σύντομα.