Skip to main content

Όλγα Γεροβασίλη:  Η επιλογή των διοικητών φορέων πρέπει να γίνεται από τις ανεξάρτητες αρχές

Ασκώντας κριτική στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο έκανε λόγο για «προσχηματική συμμετοχή του ΑΣΕΠ»

Η επιλογή των διοικητών φορέων του δημοσίου πρέπει να γίνεται από τις ανεξάρτητες αρχές, όχι από κυβερνητικά στελέχη, υπογράμμισε η αντιπρόεδρος της Βουλής, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Όλγα Γεροβασίλη, μιλώντας στην ΕΡΤ την Τετάρτη.

Κληθείσα να σχολιάσει την πρωτοβουλία του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Στέφανου Κασσελάκη και τη συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη, η κ. Γεροβασίλη  σημείωσε ότι «ο κ. Κασσελάκης  κινούμενος θεσμικά ξεκινά  έναν γύρο επαφών με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, με πρώτο τον πρωθυπουργό».

Ερωτηθείσα κατά πόσον μπορεί να υπάρξει συνεννόηση (σ.σ. μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης) η κ. Γεροβασίλη είπε ότι «την ευθύνη για συνεννόηση την έχει ο έχων τη μεγαλύτερη δύναμη και μέχρι στιγμής ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει δείξει τέτοια δείγματα. Θεωρώ δε ότι με αυτόν τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίο κυβερνά η Ν.Δ. και ο κ. Μητσοτάκης δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια συνεννοήσεων».

Έκανε επίσης λόγο για επαναλαμβανόμενο μοτίβο της συμπεριφοράς της Ν.Δ. στις περιπτώσεις του νόμου για τη Χρυσή Αυγή αλλά και σε εκείνη του νόμου για τους Απόδημους Έλληνες, όπου όπως τόνισε, για τη Νέα Δημοκρατία η «συνεννόηση» τελείωνε εκεί που άρχιζε η κυβερνητική πρόταση αυτούσια. «Η συνεννόηση προϋποθέτει πάντα δυο πλευρές» πρόσθεσε.

Αναφορικά με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο της κυβέρνησης στη Βουλή, η πρώην υπουργός υπογράμμισε ότι το παρόν σχέδιο νόμου «είναι μερικά βήματα πίσω από αυτό που είχαμε νομοθετήσει εμείς τέλος του 2017 προς 2018, όταν και έτυχε εκείνη την περίοδο να είμαι Υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Ο νόμος εκείνος λοιπόν, όταν ήρθε στην εξουσία η Ν.Δ., έμεινε στο συρτάρι.  Έχει δε ενδιαφέρον να υπενθυμίσουμε ότι το  Νοέμβριο του 2019,  κρίθηκε επιτυχής (στα πλαίσια της ενισχυμένης εποπτείας,)  η στρατηγική που είχαμε εκπονήσει  για τη Δημόσια Διοίκηση, με τριετές πλάνο που περιείχε όλα τα βήματα, λ.χ. της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, της αποκομματικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης. Το 2019 που ήρθε η Ν.Δ., το σταμάτησε και οι θεσμοί λένε “συνεχίστε αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ” και τους έδωσαν περιθώριο έως το 2020. Εν τω μεταξύ είχαμε περιπτώσεις  τοποθετήσεων ακόμα και γ.γ. υπουργείου χωρίς πτυχίο. Νομοθέτησαν λοιπόν το 2020 ξανά κατόπιν υπόδειξης των θεσμών.  Και σήμερα, που βρισκόμαστε στον πέμπτο χρόνο διακυβέρνησης,  ξανανομοθετούν, στ’ αλήθεια, ό,τι νομοθέτησαν και το 2020».

Κληθείσα να διευκρινίσει την θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σχετικά με την επιλογή διοικητών νοσοκομείων και λοιπών νομικών προσώπων η κ. Γεροβασίλη είπε: «Ο επιλογές για διοικητές νοσοκομείων όπως και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου οφείλουν να διέπονται από ένα νομικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει το αδιάβλητο, τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα με στόχο ο κατάλληλος άνθρωπος να βρίσκεται στην κατάλληλη θέση. Αυτή είναι η θέση που διατυπώσαμε και σήμερα, αυτό είπε και ο Πρόεδρος».

Ασκώντας κριτική στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο έκανε λόγο για «προσχηματική συμμετοχή του ΑΣΕΠ» επισημαίνοντας ότι οι συσχετισμοί στα συμβούλια επιλογής δεν διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα. Συγκεκριμένα είπε: «Στο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης υπάρχουν βήματα. Συγκροτούνται τα Συμβούλια Επιλογής. Σε αυτά έχει σημασία ποιος έχει την πλειοψηφία. Όταν στην πλειοψηφία, σε αυτό που νομοθετείται σήμερα στη Βουλή, βρίσκονται τα κυβερνητικά στελέχη κι όχι το ΑΣΕΠ ή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους τότε την πλειοψηφία την έχει η Κυβέρνηση. Λέω λοιπόν ότι είναι προσχηματική η συμμετοχή του ΑΣΕΠ γιατί βεβαίως να συμμετέχει και κάποιος αρμόδιος από ένα υπουργείο σε αυτή την επιλογή, αλλά την πλειοψηφία πρέπει να την έχουν οι ανεξάρτητοι θεσμοί κι όχι το κυβερνητικό στέλεχος και μάλιστα με υποχρέωση στο Συμβούλιο να συμμετέχει και άνθρωπος της Προεδρίας της Κυβέρνησης. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν  ότι είναι εντελώς προσχηματικό».

Αναφερόμενη τέλος στα εσωκομματικά, η Όλγα Γεροβασίλη ενέμεινε στην πάγια θέση της ότι «πρέπει να πέσουν οι τόνοι ένθεν κακείθεν ώστε να βρεθεί κοινός βηματισμός» ενώ επανέλαβε ότι υπήρξε κριτική η οποία υπερέβη τα όρια της πολιτικής κριτικής, ωστόσο συμπλήρωσε ότι «και αυτή ακόμη τη στιγμή μπορούν όλοι να κάνουν ένα βήμα πίσω για να προχωρήσουμε».