του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Στην Ολομέλεια της Βουλής και συγκεκριμένα στη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2017 που θα ολοκληρωθεί το ερχόμενο Σάββατο με τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας, παραπέμπεται εκ των πραγμάτων η αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης για τα συν και τα πλην της χθεσινής απόφασης του Eurogroup.
Η κυβέρνηση επιμένει πως με τη χθεσινή συμφωνία επιτυγχάνεται μια απομείωση του χρέους της χώρας, ύψους 22% του ΑΕΠ, δηλαδή, τουλάχιστον, 45 δισ. ευρώ, ενώ, παράλληλα, σταθεροποιούνται τα επιτόκια στο ευνοϊκό ύψος του 1,5% θωρακίζοντας τη χώρα από τυχόν επιτοκιακούς μελλοντικούς κινδύνους.
Σύμφωνα μάλιστα με κυβερνητική πηγή μέχρι το 2018 δεν προβλέπεται κανένα νέο μέτρο, πέραν των όσων περιλαμβάνει η δεύτερη αξιολόγηση.
Στη ΝΔ στέκονται ότι στη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup, δεν επήλθε συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, ενώ καταγράφηκε και το δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί «με νέα, επώδυνα μέτρα», όπως λένε.
Παράλληλα «επιβεβαιώθηκε ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα παραμείνουν υψηλοί, για αρκετά χρόνια μετά το 2018» και η «Κυβέρνηση δεσμεύτηκε στην επίτευξη αυτών των στόχων, με την εφαρμογή νέων μέτρων και την επέκταση της χρήσης του “κόφτη”». «Τουλάχιστον», καταλήγουν «υπήρξε συμφωνία, έστω και με καθυστέρηση, για τα άμεσα μέτρα ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους».
Οι μεγαλύτερες πάντως αντιδράσεις φαίνεται να προέρχονται, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα από την Ουάσινγκτον και το Ταμείο. Η φράση που αποδίδεται σε στέλεχος του Ταμείου κατά τη διάρκεια χθεσινής άτυπης ενημέρωσης των δημοσιογράφων πως «δεν μπορεί μια ζωή να μας κατηγορούν ότι απαιτούμε λιτότητα. Εμείς να πιέζουμε για στόχο 1,5% που δεν προϋποθέτει επιπλέον λιτότητα, τα άλλα μέρη να συμφωνούν σε 3,5% που απαιτεί σκληρή λιτότητα και πάλι να βρίσκουμε τον μπελά μας» είναι ενδεικτική.
Σύμφωνα με την ίδια ενημέρωση το ΔΝΤ θεωρεί ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δεν επαρκούν και ότι «εάν η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι θέλουν μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για 5 ή 10 χρόνια πρέπει να δούμε με ποια μέτρα θα το πετύχουν».
Όσο για την επέκταση του «κόφτη» πέραν του 2018 σημειώνουν ότι «δεν είναι επιθυμητά τα οριζόντια μέτρα του δημοσιονομικού κόφτη. Παρά τις προειδοποιήσεις μας η ελληνική κυβέρνηση τα ψήφισε».
Το σίγουρο είναι πως υπό τις παρούσες συνθήκες το Ταμείο δεν μπορεί να συντάξει έκθεση βιωσιμότητας του χρέους αν δεν καθοριστούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα πέραν του 2018 και ληφθούν έξτρα μέτρα σε περίπτωση που παραμείνουν υψηλοί και φυσικά αν δεν ανακοινωθούν τουλάχιστον οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων μέτρων.
Χαρακτηριστικό της σημασίας που αποδίδουν, ειδικά στη Γερμανία, της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι και το γεγονός ότι τα περισσότερα γερμανικά ΜΜΕ σήμερα αναρωτιούνται πώς θα δικαιολογήσουν τις εξελίξεις σήμερα και αύριο η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «στο συνέδριο του κόμματός τους στο Έσσεν, όπου η Καγκελάριος διεκδικεί για ένατη φορά την επανεκλογή την στην προεδρία της CDU».
Μάλιστα η Deutsche Welle σήμερα διατυπώνει την άποψη – εκτίμηση πως «όσο πλησιάζει η ημερομηνία εκταμίευσης της επόμενης δόσης, (στην Ελλάδα) τόσο πιο κοντά θα είμαστε και στην απόφαση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ».
Στα Γερμανικά ΜΜΕ πάντως κυριαρχεί η εκτίμηση ότι ο νέος «κόφτης» για να διασφαλίσει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 θα μπορούσε μεν να συμφωνηθεί τώρα -προκειμένου να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ και να μπει στο πρόγραμμα- αλλά να εξειδικευτεί το 2018, σε αντάλλαγμα για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που αναμένεται να αποφασιστούν τότε.
Η επόμενη πάντως ημέρα φέρνει στην Αθήνα τα τεχνικά κλιμάκια προκειμένου Ελλάδα και δανειστές να επιχειρήσουν, αν είναι δυνατόν μέχρι τέλους του έτους, να λύσουν τον γρίφο των εργασιακών ενώ στην κυβέρνηση αναμένουν με αγωνία τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την ένταξη της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.