Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Σε απόσταση από τις πρώτες εκτιμήσεις του Τύπου που σήμερα -στην πλειονότητά του- βλέπει «σκοτάδι» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την καταγραφή των διαφωνιών στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, κυβερνητικές και διπλωματικές πηγές αποτιμούν θετικά τόσο την παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, όσο και τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο.
Ορατή αποκλιμάκωση στις σχέσεις των δύο χωρών δεν σημειώθηκε, μεταφέρεται ωστόσο ότι οι δύο ηγέτες και οι δύο αντιπροσωπείες συζήτησαν ανοιχτά για τα «αγκάθια» και το αποτέλεσμα της συνάντησης θα φανεί σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με πληροφορίες ο Τούρκος πρόεδρος ζήτησε «να πέσουν οι τόνοι», αυτό όμως δεν εφησυχάζει την ελληνική πλευρά που μεταφέρεται ότι ετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και για απρόβλεπτες αντιδράσεις από την πλευρά της Τουρκίας.
Σε ό,τι αφορά στη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης για την μεταξύ τους οριοθέτηση ΑΟΖ, οι πιέσεις θα συνεχιστούν από ελληνικής πλευράς προς τη Λιβύη, σήμερα έχει κληθεί ο Λίβυος πρέσβης να γνωστοποιήσει στο ελληνικό ΥΠΕΞ το κείμενο που έχει υπογραφεί, ενώ η ελληνική πλευρά θεωρεί θετικό το γεγονός ότι υπήρξε δημόσια αποδοκιμασία από ΕΕ, ΗΠΑ, Ρωσία και Ισραήλ, που χαρακτηρίζουν την υποτιθέμενη συμφωνία άκυρη.
Θεωρείται ότι η στάση αυτή αυξάνει το πρεσάρισμα προς την Τρίπολη, αλλά και προς την Άγκυρα, αν και η στάση Ερντογάν μέσα στη συνάντηση δεν παραπέμπει σε υποχώρηση της Τουρκίας, τουλάχιστον σε άμεσο χρόνο. Ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίστηκε ανυποχώρητος και έδειξε ότι στόχος της τουρκικής πλευράς είναι η συμφωνία -που ούτε η Τουρκία, ούτε η Λιβύη έχουν δώσει στη δημοσιότητα παρά την πίεση της ΕΕ- να ψηφιστεί από τα κοινοβούλια των δύο χωρών ώστε να αρχίσει να εφαρμόζεται. Η ελληνική κυβέρνηση όμως θα συνεχίσει την πολιτική που βασίζεται στο «κτίσιμο» συμμαχιών με στόχο τη διεθνοποίηση των τουρκικών προκλήσεων αλλά και της διπλωματικής απομόνωσης της γειτονικής χώρας, με επικρατούσα την εκτίμηση ότι – όπως έχει γίνει και στο παρελθόν – θα αποδώσει αποτελέσματα, παρά τις πρώτες εντυπώσεις και την επιθετική ρητορική της γειτονικής χώρας.
Σημειώνεται, άλλωστε, ότι η κοινή απόφαση για συνέχιση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης των υπουργείων Αμύνης Ελλάδας και Τουρκίας αποτελεί μια ένδειξη πως οι Τούρκοι φοβούνται το ενδεχόμενο της απομόνωσής τους, ενώ είναι αληθές ότι καμία πλευρά -και αυτό είναι ξεκάθαρο για την ελληνική διπλωματία- ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η ΕΕ, ούτε η Ρωσία, ούτε όμως και η Ελλάδα επιθυμούν την Τουρκία «εκτός πλαισίου». Η Ελλάδα στρατηγικά επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεων με την γείτονα χώρα, η ΕΕ το ίδιο καθώς προσδοκά σε συνεννόηση για το μεταναστευτικό/ προσφυγικό που την απειλεί, ενώ και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν φασαρίες στην ευρύτερη περιοχή όπου προέχει «να γίνει η δουλειά» μέσα στα επόμενα χρόνια, δηλαδή η έρευνα και η εξόρυξη των υδρογονανθράκων.
Το μεταναστευτικό, άλλωστε, που αποτέλεσε βασικό θέμα στη χθεσινή συνάντηση, παραμένει πηγή αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με την ελληνική διπλωματία να μην έχει ξεκαθαρίσει αν η στάση του Τούρκου προέδρου οφείλεται σε γεωπολιτικές ή οικονομικές επιδιώξεις ή και στα δύο.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει αν η Τουρκία επιθυμεί περισσότερα κεφάλαια από την ΕΕ, αν όμως οι επιδιώξεις είναι γεωπολιτικού χαρακτήρα τότε η Τουρκία θα βρει «τοίχο» από την Ελλάδα, την ΕΕ, τις ΗΠΑ.
Για την ελληνική κυβέρνηση είναι κρίσιμη η διαμόρφωση ενιαίας εθνικής στάσης απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και τα επόμενα βήματα του Ερντογάν. Ο κ. Μητσοτάκης προανήγγειλε τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής -όπως είχε ζητήσει ο κ. Τσίπρας- και φέρεται να έχει την εκτίμηση ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά την ακραία ρητορική του κατά της κυβέρνησης και προσωπικά κατά του πρωθυπουργού για τον χειρισμό αυτών των θεμάτων, επί της ουσίας θα λειτουργήσει εποικοδομητικά στηρίζοντας την εθνική στρατηγική ή προτείνοντας κάτι ουσιαστικά διαφορετικό, όπως περιμένει και από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης.