Οι σχέσεις κράτους – εκκλησίας, ο πολιτικός όρκος, τα ατομικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, η προστασία της οικογένειας και η καθιέρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης στην Ολομέλεια για την αναθεώρηση του συντάγματος που έχει εισηγηθεί η Επιτροπή Αναθεώρησης.
«Το πραγματικά ουδετερόθρησκο κράτος δεν εμποδίζεται λόγω της ύπαρξης της συμβολικής διάταξης του άρθρου 3, γιατί οι μείζονες τομές που σχετίζονται με το διαχωρισμό Κράτους- Εκκλησίας έχουν συντελεστεί σε ένα βαθμό με κοινή νομοθετική πρωτοβουλία».
Αυτό τόνισε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε παρέμβασή του κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια για την αναθεώρηση του Συντάγματος, απαντώντας στη βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου, που υπεραμύνθηκε της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για συνταγματική κατοχύρωση του ουδετερόθρησκου κράτους.
Ακόμα, σχολιάζοντας αναφορές για το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας όπως προσδιορίζεται από το Σύνταγμα, ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε ότι «η έννοια αυτή δεν είναι ζήτημα πολιτειολογικό και πολιτικής φιλοσοφίας αλλά είναι ένα πολύ απτό ζήτημα».
Η εθνική ταυτότητα, που ορίζεται στο Σύνταγμα, όπως είπε, «χρησιμοποιείται παγίως από το Δικαστήριο της ΕΕ όταν θέλει να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συνταγματικής τάξης ώστε να δώσει ώθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μπορεί το κάθε κράτος-μέλος να λειτουργεί μέσα στο δικό του συνταγματικό κείμενο. Άρα ο όρος “εθνική, συνταγματικά, ταυτότητα” συνιστά έναν όρο που είναι απολύτως αποδεκτός και ενισχύει αυτού του τύπου την ποικιλομορφία των κρατών της ΕΕ και δεν λειτουργεί υπό καμία εκδοχή συρρικνωτικά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Γεραπετρίτης.
Ο γενικός εισηγητής της Ν.Δ. Κώστας Τζαβάρας κάλεσε την αξιωματική αντιπολίτευση να αφήσει τον κλεφτοπόλεμο και τον κομματικό εγωισμό και να συμβάλει με καινοτόμες προτάσεις στην αναθεώρηση, ώστε έως το τέλος της εβδομάδας να βρεθεί κοινός τόπος και να καταλήξουν σε συμφωνία.
Από την πλευρά του, ο κ. Κατρούγκαλος απάντησε ότι υπάρχουν θέματα στα οποία μπορούν, μέσα από σύνθεση απόψεων και συζητήσεων, να συγκλίνουν με τη ΝΔ, όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ωστόσο, όπως είπε, σε ορισμένα άλλα τους χωρίζουν πολύ βαθιές ιδεολογικές διαφορές.
«Ίσως είναι η πρώτη φορά που η αναθεώρηση του συντάγματος ξεκινά με τη συμμετοχή μόνο του πρωθυπουργού και προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη και την απουσία όλων των άλλων προέδρων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Αυτό δείχνει ότι δεν αισθανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο τη σπουδαιότητα του αναθεωρητικού εγχειρήματος», είπε ανοίγοντας τη συζήτηση ο κ. Τζαβάρας.
Παράλληλα, κατηγόρησε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ότι επέλεξαν χθες, κατά τη συζήτηση επί της αρχής, να προβάλουν το αποτύπωμα του κομματικού εγωισμού τους και όχι να μιλήσουν για τη κοινή προσπάθεια που πρέπει να γίνει με την ανταλλαγή σκέψεων και απόψεων για την αναθεώρηση.
«Αυτό με ανησυχεί, γιατί ήδη από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι έχει αρχίσει ένας κλεφτοπόλεμος με την επιμονή της στην υιοθέτηση ερμηνευτικών δηλώσεων, αντί να προτείνει καινοτόμες διατάξεις», ανέφερε ο κ. Τζαβάρας και συνέχισε: «Δεν θέλω η ΝΔ να είναι μόνη στην ανάγκη να προτάξουμε μια κοινή προσπάθεια διαλόγου, ανάδειξης απόψεων και συνθέσεων. Πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ώστε, μέχρι το τέλος της εβδομάδας, 7 – 8 σημεία να προσελκύσουν σύμπτωση απόψεων. Πρέπει το Σύνταγμα να εξακολουθεί να λειτουργεί ως συντακτικός χάρτης του κράτους».
Ο κ. Τζαβάρας μίλησε ακόμα για «άγχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προβάλει την ιδεολογική της διαφορά και ότι εκπροσωπεί το δικό της γίγνεσθαι και να το αναρτήσουν στο Σύνταγμα, σαν να είναι πολιτικός πίνακας ανακοινώσεων».
Απορρίπτοντας τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 3, αντέτεινε ότι η προσπάθειά του για προσθήκη της φράσης «η πολιτεία έχει θρησκευτική ουδετερότητα», γίνεται, όχι γιατί επιβάλλεται από τη φύση των ιστορικών πραγμάτων, αλλά γιατί θέλει να εμφανιστεί ότι αγωνίστηκε και πέτυχε τον χωρισμό κράτους εκκλησίας. «Είναι ένα μόνιμο ιδεολογικό αφήγημα όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων πολιτικών δυνάμεων», πρόσθεσε.
Ο κ. Τζαβάρας επέμεινε ότι το άρθρο 3 είναι απόλυτα αποσαφηνισμένο και δεν δημιουργεί καθεστώς σύγχυσης μεταξύ των θεσμών του κράτους και της εκκλησίας. «Το άρθρο είναι συνταγματικά επαρκές, οι σχέσεις κράτους εκκλησίας είναι ρυθμισμένες. Το Σύνταγμα του 1975 έλυσε όλα τα προβλήματα αναφορικά με τις σχέσεις κράτους εκκλησίας με τρόπο που σήμερα κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μιλά για απόκλιση της κοσμικότητας του κράτους», υποστήριξε και πρόσθεσε: «Όταν υπάρχει το άρθρο 13 δεν αφήνει καμία αμφιβολία πως πρέπει τα πράγματα να εξακολουθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, γιατί υπάρχει το απαραβίαστο της ανεξιθρησκίας υπό την εγγύηση του ελληνικού κράτους».
«Αυτό που συμφωνήσαμε χθες είναι ότι η αναθεώρηση είναι η ύψιστη στιγμή της πολιτικής. Εξ ορισμού σημαίνει σύγκρουση συμφερόντων και ιδεών», αντέτεινε από τη πλευρά του ο κ. Κατρούγκαλος και συνέχισε: «Ακούμε την κατηγορία περί ιδεοληψίας του ΣΥΡΙΖΑ και απορρίπτετε τις προτάσεις μας. Εσείς, για λόγους εξορθολογισμού, όπως λέτε, αρνείστε να δώσετε μια μάχη ιδεών. Οι απαντήσεις οι δικές σας στα προβλήματα δεν ξεκινούν από τις ίδιες αφετηρίες με τις δικές μας. Το Σύνταγμα αποτυπώνει συσχετισμούς δυνάμεων, συγκρούσεις κοινωνικές, ταξικές, ιδεολογικές, συμπυκνώνει το ιδεολογικό κοινωνικό περιεχόμενο».
Την ίδια ώρα το ΚΙΝΑΛ προτείνει προσθήκη εδαφίου στο άρθρο 21 (προστασία οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες) του Συντάγματος. «Το κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, για όλους τους πολίτες που έχουν ανάγκη, καθώς και για την ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση όλων στα κοινωνικά αγαθά», είναι η διατύπωση που προτείνει το Κίνημα Αλλαγής και -όπως έσπευσε να υπογραμμίσει ο εισηγητής Ανδρέας Λοβέρδος– στόχος είναι «να διαμηνυθεί στα όργανα του κράτους η σημασία που προσδίδει ο συνταγματικός νομοθέτης στη συγκεκριμένη κρατική υποχρέωση».
Το Κίνημα Αλλαγής ψηφίζει τη ρύθμιση της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, καθώς και εκείνη για την υγεία. Θετικά τοποθετείται και στην πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 5 που αφορά το ατομικό δικαίωμα του σεξουαλικού προσδιορισμού.
O κ. Λοβέρδος αναφερόμενος στη θεματική ενότητα των δικαιωμάτων, η οποία συζητείται σήμερα στην Ολομέλεια, έσπευσε να επισημάνει «πως όταν αρθρώνεται λόγος περί δικαιωμάτων, ειδικά μάλιστα στην αναθεωρητική Βουλή, εκάστοτε ομιλών ελέγχεται με κριτήριο τι έπραξε το κόμμα του, όταν ο λαός τού έδωσε εντολή διακυβέρνησης της χώρας». Οι κυβερνητικές επιλογές, ο τρόπος διοίκησης και οι συμπεριφορές φωτογραφίζουν τις πραγματικές προθέσεις περί δικαιωμάτων, ανέφερε ο κ. Λόβερδος και αναρωτήθηκε ποια αξιοπιστία έχει η πρόταση περί του πολιτικού δικαιώματος του δημοψηφίσματος εκείνου που «οργάνωσε το νόθο και παράνομο δημοψήφισμα του 2015».
Αναφορικά με τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, ο κ. Λοβέρδος είπε ότι το Κίνημα Αλλαγής προτείνει την προσθήκη στο άρθρο 3 ερμηνευτικής δήλωσης, σύμφωνα με την οποία «η αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία δεν επηρεάζει τον διακριτό ρόλο Κράτους και Εκκλησίας και δεν αντίκειται στο άρθρο 13 παρ.1. «Είμαστε σοβαροί, χωρίς να δημαγωγούμε και πρέπει να σκεφτούν όσοι επιλέγουν τη δημαγωγία, γιατί αρνήθηκαν την πρότασή μας να αναθεωρηθεί και το άρθρο 16 παρ.2, περί της θρησκευτικής ελευθερίας στην εγκύκλιο εκπαίδευση», είπε ο εισηγητής του Κινήματος Αλλαγής.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος αναφέρθηκε και στο άρθρο 16 του Συντάγματος, λέγοντας: «Τα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια είναι μια απαραίτητη λύση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Δυστυχώς χάνουμε εννιά ολόκληρα χρόνια, αλλά θα πρέπει να βρούμε μια ενδιάμεση λύση έως τότε».
«Αν χάνεται μια μεγάλη ευκαιρία, αυτή δεν είναι άλλη από τον υπερώριμο διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία», ανέφερε, κατά τη συζήτηση αναθεώρησης του Συντάγματος, ο εισηγητής του ΚΚΕ Ιωάννης Δελής.
«Το αίτημα του διαχωρισμού πρωτοδιατυπώθηκε πριν από 101 χρόνια, το 1918, στο ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΕ», επισήμανε ο κ. Δελής για την αναγκαιότητα αυτού του διαχωρισμού από το 1918. «Και ενώ τελειώνει και η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, ενώ αποτελεί πάγιο αίτημα του λαϊκού κινήματος και πόθο κάθε δημοκρατικού και προοδευτικού ανθρώπου, ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος παραμένει μια διαρκής ιστορική εκκρεμότητα, αφού τα αστικά κόμματα, ενώ έχουν τη δυνατότητα, εξακολουθούν να δείχνουν απροθυμία και ατολμία να τον πραγματοποιήσουν, και φέρουν τεράστιες, ιστορικές ευθύνες γι΄αυτό», σημείωσε ο βουλευτής του ΚΚΕ.
Υπογράμμισε πως και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγει τελικά στο μη διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας, αφού «όσες λεκτικές ακροβασίες και αν επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία διατηρεί τη σύζευξη του κράτους με την εκκλησία» και από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει ρητή κατοχύρωση τα θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και από την άλλη δέχεται τη διατήρηση της διατύπωσης περί επικρατούσας θρησκείας. Ο κ. Δελής χαρακτήρισε αναγκαίο τον υποχρεωτικό πολιτικό χαρακτήρα μιας σειράς τελετών, όπως ο πολιτικός γάμος ή ονοματοδοσία των παιδιών, χωρίς να αμφισβητείται το δικαίωμα του καθενός να κάνει και θρησκευτικό γάμο ή βάπτιση.
Αναφορικά με την ενότητα για τα δικαιώματα, υπογράμμισε ότι σήμερα εξελίσσεται ένας ανούσιος καυγάς ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και ολοφάνερα βρίσκονται σε στρατηγική συμπόρευση, αφού από κοινού διατηρούν τα εφοπλιστικά προνόμια, αναγνωρίζουν την υπεροχή το ευρωενωσιακού δικαίου.
«Στην ουσία έχουμε συνταγματική κατοχύρωση της ακραίας φτώχειας», είπε, σχολιάζοντας τις προτάσεις ΝΔ για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και ελάχιστη αξιοπρεπή διαβίωση. «Συνταγματοποιείται, δηλαδή, συνολικά η στρατηγική που σαρώνει τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα για χάρη της κερδοφορίας του κεφαλαίου», κατήγγειλε ο βουλευτής του ΚΚΕ.
«Και μόνο η αναφορά της αγίας και ομοούσιας και αδιαίρετης Τριάδας στο προοίμιο του Συντάγματος, είναι μια τρανή απόδειξη του άρρηκτου δεσμού του κορυφαίου ελληνικού νόμου με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη», ανέφερε, κατά τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο εισηγητής της Ελληνικής Λύσης Κωνσταντίνος Χήτας. Ο βουλευτής επισήμανε ότι ήδη το Σύνταγμα προστατεύει με τρόπο απόλυτο τη θρησκευτική ελευθερία και τόνισε ότι ευλόγως το Σύνταγμα χαρακτηρίζει επικρατούσα θρησκεία την ορθοδοξία, διότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι ορθόδοξοι.
Ο κ. Χήτας αναφερόμενος στην ενότητα των δικαιωμάτων, είπε ότι το Σύνταγμα πρέπει να είναι λιτό, ευσύνοπτο και να δίνει τις συνταγματικές επιταγές προς υπόλοιπους κανόνες δικαίου. «Με αυτόν τρόπο προστατεύει καθολικά τη ζωή, την τιμή και ελευθερία όλων όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια», είπε ο Κωνσταντίνος Χήτας και πρόσθεσε πως η Ελληνική Λύση είναι υπέρ της μεταβίβασης εξουσιών στα χέρια των εργαζομένων, που αφορούν στη ζωή τους, αυτό όμως απαιτεί συναίνεση και σωστή οργάνωση.
«Το ΜέΡΑ25 παραμένει αταλάντευτο υπέρ της θρησκευτικής ουδετερότητας της Πολιτείας, υπό την έννοια της ίσης μεταχείρισης όλων των θρησκειών και της απαλοιφής οποιασδήποτε άλλης περιττής αναφοράς», ανέφερε η εισηγήτρια του ΜέΡΑ25 Αγγελική Αδαμοπούλου.
«Εμείς σεβόμαστε την Εκκλησία και το ρόλο της. Σεβόμαστε και την Πολιτεία. Γι’ αυτό προωθούμε πρόταση που οριοθετεί με ειλικρίνεια και πραγματισμό τη διάκριση Πολιτείας και Εκκλησίας, με σαφώς διακριτές τις λειτουργίες τους. Αυτό το πράττουμε με σεβασμό στην ιστορία της καθεμιάς και με συνείδηση ότι επιτέλους ωρίμασαν οι συνθήκες για να ολοκληρωθεί μια αυτονόητη μετάβαση», είπε η βουλευτής του ΜέΡΑ 25.
Αναφορικά με τον πολιτικό όρκο, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι «οι ίδιοι οι ιερείς, επικαλούνται την ιεροσύνη τους και δεν ορκίζονται. Αλλά εμείς θέλουμε να ορκίζονται όλοι οι υπόλοιποι. Βεβαίως και ο πολιτικός όρκος από τα ίδια προβλήματα πάσχει και υπάρχει απλώς χωρίς να παράγει κάποια έννομη συνέπεια». Τόνισε δε ότι πρέπει να απαλειφθούν όλες οι διατάξεις στο Σύνταγμα για τον όρκο.
Αναφορικά με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η κ. Αδαμοπούλου είπε ότι το ΜέΡΑ25 θα υπερψηφίσει: Την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 21 για το δικαίωμα καθολικής πρόσβασης στην υγεία και την αποτελεσματικότητα του ΕΣΥ, την εισαγωγή παραγράφου στο άρθρο 21 για το δημόσιο έλεγχο των βασικών κοινωνικών αγαθών και των δικτύων διανομής τους, την αναθεώρηση των παρ. 2 και 4 του άρθρου 22 για την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων για τη διαιτησία και την αρχή της εύνοιας υπέρ του εργαζομένου, για τις συλλογικές συμβάσεις και διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό και την απαγόρευση επίταξης εργασίας.
Πηγή: ΑΜΠΕ