Skip to main content

Πίσω και πέρα από το κλίμα

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Η κατάσταση που διαμορφώνεται στις σχέσεις της Ελλάδας με τους «εταίρους» της δεν λέει να κατασταλάξει: τελευταίος σταθμός διαταραχής -ό,τι που ερχόταν η Τρόικα/Κουαρτέτο στην Αθήνα για τη δεύτερη αξιολόγηση/review του Μνημονίου-3 «μας», το οποίο ξαναείδαμε πόσο διαβρωτικά μπορεί να λειτουργήσει στην πολιτική σκηνή (ναι, αναφερόμαστε στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ…)- η στοχευμένη διαρροή για (υποτιθέμενη) επιμονή του ΔΝΤ να υπάρξει ριζική αντιμετώπιση του Ασφαλιστικού, πέρα από την αντίστοιχα ριζική προσέγγιση των εργασιακών-συνδικαλιστικών. Περισσότερο κι από το πυροτέχνημα του «όχι συντάξεις πάνω από 1.200 ευρώ» και, συνεπώς, το ξήλωμα της προσωπικής διαφοράς των παλιών συνταξιούχων (που χρησιμοποίησε ο Γ. Κατρούγκαλος προκειμένου να μας λέει το «καμιά περικοπή στις κύριες συντάξεις» του), εκείνο που χρειάζεται να σημειώσει κανείς είναι ότι το ΔΝΤ ανακινεί αυτή τη διάσταση ακριβώς επειδή το θέμα διαπλέκεται με το άλλο μακροπρόθεσμο ζήτημα: του χρέους, όπου το Ταμείο είναι ο ουσιαστικός σύμμαχος της Ελλάδας.

Ας το αφήσουμε όμως το θέμα εδώ, να δούμε ορισμένα άλλα «βάθους». Μια σειρά από συζητήσεις στα πλαίσια του Thessaloniki Summit 2016, το οποίο οργάνωσε ο ΣΒΒΕ για να τοποθετηθεί σαφέστερα στον αναπτυξιακό χάρτη η Βόρεια Ελλάδα, επέτρεψαν σε ανθρώπους από την πολιτική, από τον ακαδημαϊκό χώρο, από διεθνείς φορείς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EBRD, Ινστιτούτο Bruegel) και από τον επιχειρηματικό κόσμο να δουν, διασταυρωμένα, τα προβλήματα και τις προοπτικές της ανάπτυξης στην Ελλάδα του τέλους 2016. Έφεραν όμως κάποια στιγμή στην επιφάνεια μια παράξενη διαπίστωση. Μετά από ένα παραδοσιακό καυγά Αλέξη Χαρίτση/Αδώνιδος Γεωργιάδη, ακόμη πιο παραδοσιακά Θόδωρου Πάγκαλου/Γιώργου Κουμουτσάκου, κυρίως όμως μετά από κατάθεση επιφυλάξεων για τις αναπτυξιακές προοπτικές από τους συντελεστές της συζήτησης, ο επίσης συμμετέχων Ευάγγελος Βενιζέλος έκανε ΤΗΝ παρατήρηση: ενώ οι Έλληνες συμμετέχοντες -όχι μόνον οι πολιτικοί, δε, αλλά και οι πανεπιστημιακοί κ.ο.κ.- είχαν μια μάλλον πεσιμιστική προσέγγιση, «οι ξένοι» όπως π.χ. ο Chris Allen, εκπρόσωπος/Resident Representative της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα ή ο Zsolt Darvas, προσεκτικός μελετητής των ελληνικών πραγμάτων στο Bruegel (αλλά και αργότερα ο Άλκης Δρακινός της EBRD, για να μην πούμε και για τον Richard Skoufias του ΤΑΡ ή τον Arthur Davidyan του Dimera Group/Ιβάν Σαββίδη: από το σκέλος των επενδυτών, αυτοί…) ήταν περισσότερο οπτιμιστές, έβλεπαν πιο εποικοδομητικά. Καταγράψτε το αυτό το παράδοξο: έχει σημασία.

Πάμε όμως ακόμη «βαθύτερα» στο πώς δείχνει να είναι η ελληνική οικονομία στο κατώφλι μιας ακόμη δοκιμασίας. Επανερχόμαστε στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, που είχαμε ήδη δει την περασμένη Πέμπτη, 13 Οκτωβρίου:

Καταγραφόταν εκεί μια μείωση της ανεργίας – χλομή, αλλά για ένατο συνεχόμενο τρίμηνο μετά την κορύφωση (στο 27,3%) των μέσων 2013. Όμως, από τις διάφορες συνιστώσες συμβολής στην αύξηση της απασχόλησης (μείωση δείχνει η γεωργία, ή πάλιν η δραστηριότητα των νοικοκυριών ως εργοδοτών…) αύξηση έχουμε στις μεταφορές-αποθήκευση, στη μεταποίηση (το μόνο που υπόσχεται κάτι σαν σταθερότητα), στον τουρισμό (αναμενόμενο και πάντως με προσδοκίες κάποιας σταθερότητας) και (διπλάσια από της μεταποίησης ή των μεταφορών!) στη δημόσια διοίκηση. Ακόμη πιο σημαντική παρατήρηση του ΙΟΒΕ: τη στιγμή που στην Ευρωζώνη η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του δημόσιου τομέα ως ποσοστό της συνολικής ακαθάριστης εγχώριας προστιθέμενης αξίας έμεινε σταθερά από το 2000 έως τώρα γύρω στο 7%, στην Ελλάδα το ήδη υψηλό 10% του 2000 έχει σταδιακά ανέβει(!) τα χρόνια της κρίσης, για να ξεπεράσει το 11%. Βέβαια, πρόκειται κυρίως για τα «προγράμματα Ράνιας Αντωνοπούλου», δηλαδή για θέσεις εργασίας σε προγράμματα κοινωνικής προσφοράς – που ασφαλώς χρησιμεύουν, πλην όμως και πρόσκαιρες είναι, και χαμηλής απόδοσης για τους ίδιους τους ωφελούμενους (οι οποίοι βέβαια διατηρούν τουλάχιστον την επαφή με την αγορά εργασίας και δεν απαξιώνονται).

Έχει ενδιαφέρον -θα λέγαμε «έχει χάζι», αλλά δεν επιτρέπονται ελαφρότητες στα θέματα αυτά!- πώς η Ελλάδα της κρίσης «διορθώνει» τα διαρθρωτικά της μεγεθύνοντας (σχετικά) τον δημόσιο τομέα της…

Ένα τελευταίο: στην παρουσίαση της έκθεσης του ΙΟΒΕ, ο Τάκης Αθανασόπουλος επεσήμανε ότι από πλευράς ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα συνεχίζει να γλιστράει προς τα κάτω: βρισκόμαστε στην 86η θέση, τρεις θέσεις χειρότερα από το 2015 (αλλά και από το 2010). Ως λόγοι αναφέρονται η υψηλή διαφθορά, η μη χρηστή διοίκηση, η χαμηλή/περιορισμένη οικονομική ελευθερία -αλήθεια, πώς να προσδοκά κανείς επενδυτική επανεκκίνηση;