Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Από 1ης Οκτωβρίου, λοιπόν, ισχύει η νέα πρωτοβουλία-πρόγραμμα για επιδότηση της απασχόλησης (λόγω συνεχιζόμενης κρίσης του Covid-19) που αφορά 100.000 νέες -προσδοκώμενες- θέσεις εργασίας. Με δικαιολογημένη, καταρχήν, θετική διάθεση αν μη υπερηφάνεια προβλήθηκε η έναρξη του προγράμματος από την κυβέρνηση με αναφορά στην προϋπολογισμένη δαπάνη (345.000.000 ευρώ) καθώς και στην ανοιχτή λήξη, «μέχρις εξαντλήσεως των επιδοτούμενων θέσεων εργασίας». Η επιδότηση που προκρίθηκε αφορά την πλήρη κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών – εργοδότη και εργαζομένου- επί ένα 6μηνο (μάλιστα με συμπερίληψη της αναλογίας δώρων/επιδόματος αδείας) , ανεξαρτήτως δε του ύψους του συμφωνούμενου μηνιαίου μισθού (άρθρο 2 της σχετικής ΚΥΑ). Πρόσθετη επιδότηση 200 ευρώ/μήνα προνοείται για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων.
Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα, που θα ήταν εξαρχής χρήσιμο να έχουν συνειδητοποιηθεί. Το πρώτο αφορά το αν και κατά πόσον τώρα-τώρα, στην πιο ριψοκίνδυνη φάση της κρίσης/επανεκκίνησης της πανδημίας και μακράν π.χ. τουριστικής περιόδου, θα εμφανισθεί αληθινή ζήτηση από επιχειρήσεις για νέες προσλήψεις: αυτό θα το δούμε μέσα στις επόμενες εβδομάδες, άντε μήνες. Το δεύτερο είναι πιο ευαίσθητο και ως εκ τούτου πιο σημαντικό: στην ΚΥΑ αναφέρεται ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι δεν θα πρέπει να απασχολούνται ήδη (λογικό/αυτονόητο), καθώς και ότι η επιχείρηση θα πρέπει να διατηρεί «για το χρονικό διάστημα των 6 μηνών που επιδοτείται» τουλάχιστον ίσο αριθμό εργαζομένων με εκείνον που είχε στα μέσα Σεπτεμβρίου, συν τους νεοπροσλαμβανόμενους. Με επιμέλεια η ΚΥΑ (άρθρο 5) εξηγεί πώς μπορούν να υπάρξουν παρεκκλίσεις π.χ. με λήξη παλαιών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ή πάλι καταγγελία της σύμβασης λόγω ακαταλληλότητας του νεοπροσλαμβανόμενου. Όμως… το νέο σύστημα παραμένει ανοιχτό (διάτρητο θα έλεγε κάποιος) στην προοπτική μέσω αυτού να γίνει -νομιμότατα- αντικατάσταση «παλιού προσωπικού», υψηλότερου κόστους, που μάλιστα διατηρήθηκε τους μήνες της πανδημίας.
Αντικατάσταση όταν θα λήγει το 6μηνο της επιδότησης (οπότε και λήγει η υποχρέωση διατήρησης του συνολικού αριθμού απασχολούμενων) με νεοπροσλαμβανόμενους υπό τους τωρινούς όρους των συμπιεσμένων αμοιβών σε μια αγορά διαταραγμένη από τα προγράμματα τύπου «ΣΥΝ-Εργασία» ή με τις εκ περιτροπής ή διά τηλεργασίας μορφές εργασίας. Οπότε η προσδοκία επιδότησης της απασχόλησης κινδυνεύει να καταλήξει μετά από λίγο σε υποχώρηση των επιπέδων αμοιβών, συνολικά.
Τουλάχιστον, όμως, το να βλέπει κανείς τις μελλοντικές εξελίξεις των εργασιακών μέσα από τις προοπτικές ενός προγράμματος κινήτρων για στήριξη της απασχόλησης -έστω και με τις αδυναμίες/παγίδες που είδαμε- είναι ένα πράγμα. Αρκετά διαφορετικό, το να προβάλλει στο μέλλον τις συνέπειες αποφάσεων με πολύ πιο εμφανές το στοιχείο της επιβολής, όπως η νομοθέτηση του 40% των εργαζομένων που από 4 Οκτωβρίου οφείλουν να απασχολούνται με τηλεργασία -στην Αττική, όπου πάντως βρίσκεται η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού, του οποίου η απασχόληση επιδέχεται τηλεργασία. Μετά την ενθουσιώδη προβολή της τηλεργασίας τόσο ως ασπίδας κατά της απειλής του Covid-19 όσο και ως συντελεστή επιτάχυνσης της ψηφιακής μετάβασης, τώρα εγκατασταθήκαμε σε υποχρεωτικότητα.
Πέρα από τις εντελώς πρακτικές πλευρές της υπόθεσης (πώς υπολογίζεται το 40%, ιδίως στις μικρότερες και μεσαίες επιχειρήσεις, των 7 ή των 11 ή των 39 εργαζομένων; ποιος/πώς παρέχει τον εξοπλισμό και την αξιόπιστη σύνδεση για την τηλεργασία; πώς συνδυάζεται η άσκηση εργοδοτικού δικαιώματος με αίτημα προτίμησης του εργαζόμενου που επικαλείται ότι ανήκει σε ευάλωτη ομάδα;) έρχεται στο προσκήνιο ένας διαταρακτικός παράγοντας. Ξεκίνησε/ξεκινάει να ισχύει μια υποχρεωτική ρύθμιση, η οποία μάλιστα ευρύτατα θεωρείται ότι θα προδιαγράψει μέλλον, αλλά το σχετικό μείζον θεσμικό νομοσχέδιο -το «εργασιακό Βρούτση»- θα κατατεθεί κάποτε εντός του Οκτωβρίου! Με υπεσχημένη ανοιχτή διαβούλευση – σωστά; Και ενσωμάτωση στο θεσμικό αυτό πλαίσιο επεξεργασιών των κοινωνικών εταίρων, πράγμα απόλυτα καίριο αν είναι μια τόσο σημαντική ρύθμιση να προχωρήσει με όρους συναίνεσης και εργασιακής ειρήνης.
Όταν όμως ήδη προτάσσεται υποχρεωτική εφαρμογή, πόσο πειστική θα είναι η αυριανή τελική διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου; Αν όντως η εργασιακή πραγματικότητα μορφοποιείται σήμερα και αφήνεται ανοιχτό το να εγκαθιδρυθεί με βάση πιθανή αντιπαράθεση εργοδοτών – εργαζομένων και με θεσμική απροσδιοριστία, κάτι λάθος υπάρχει στον υπολογισμό.
Στη «Ναυτεμπορική» της 17ης Σεπτεμβρίου διερωτώμεθα ήδη τι θα λειτουργήσει ως φόντο της μετακίνησης της εργασίας προς την τηλεργασία και την εργασία από το σπίτι. Ήδη, στην αντιπολίτευση το θέμα επιδιώκεται να εγκατασταθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, όμως κλίμα για ουσιαστική συζήτηση δεν δείχνει να διαμορφώνεται. Επείγει να συνειδητοποιηθεί ότι στα εργασιακά η πατερναλιστική προσέγγιση κινδυνεύει να δυσλειτουργήσει – άσχημα.