Από την έντυπη έκδοση
Tου Αριστομένη Βαρουδάκη*
Η άποψη που διατύπωσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ σχετικά με την αναγκαιότητα αύξησης των μισθών ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη, οδήγησε σε έντονη δημόσια αντιπαράθεση. Η αύξηση των μισθών είναι φυσικά επιθυμητή, ιδιαίτερα μετά την ευρεία «εσωτερική υποτίμηση» κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο αντίλογος εστιάστηκε, και σωστά, στην οικονομική αιτιότητα μεταξύ της αύξησης των μισθών και της ανάπτυξης. Η αιτιώδης σχέση είναι στην πραγματικότητα αντίστροφη, καθώς η ταχύρρυθμη και σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας είναι η προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη αύξηση των μισθών.
Μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη πηγάζει από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και από τον σχηματισμό κεφαλαίου μέσω των επενδύσεων. Όταν η αύξηση των μισθών δεν ευθυγραμμίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά την ξεπερνά, οδηγεί αναγκαστικά σε αύξηση του εργασιακού κόστους ανά μονάδα προϊόντος (unit labor cost) και σε ανάλογη μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία αυξανόμενων εξωτερικών ελλειμμάτων, που χρηματοδοτούνται με δανεισμό. Η κατάληξη είναι, ως επί το πλείστον, η κρίση χρέους (συνοδευόμενη από συναλλαγματική κρίση αν η χώρα διατηρεί το δικό της νόμισμα) και η ύφεση, που αυξάνει την ανεργία και τελικά οδηγεί σε καθήλωση των μισθών.
Η ελληνική οικονομία γνώρισε συχνά τις συνέπειες της έλλειψης ευθυγράμμισης της αύξησης των μισθών και της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ‘80 αλλά και μετά την ένταξη στο ευρώ. Ας εξετάσουμε τις τάσεις πριν και μετά την κρίση. Από το 2001 μέχρι το 2009 η μέση αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης αυξήθηκε σωρευτικά στην Ελλάδα κατά 60% (στοιχεία ΟΟΣΑ). Η ανάλογη αύξηση στην Ευρωζώνη ήταν κατά μέσο όρο 27,6%.
Επειδή όμως στην Ελλάδα οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν κατά πολύ ανώτερες από την αύξηση της παραγωγικότητας, το εργασιακό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε θεαματικά, κατά 45,7% από το 2001 μέχρι το 2009 (στοιχεία Eurostat). Στις άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία) η αντίστοιχη σωρευτική επιβάρυνση του εργασιακού κόστους ήταν λιγότερο έντονη, κατά μέσο όρο 31%, καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν σημαντικές μεν αλλά κάπως πιο ευθυγραμμισμένες με την παραγωγικότητα της εργασίας. Με την απώλεια ανταγωνιστικότητας και τον παράλληλο δημοσιονομικό εκτροχιασμό η ελληνική οικονομία οδηγήθηκε στα δίδυμα ελλείμματα (εξωτερικών συναλλαγών και δημοσιονομικό) και την κρίση χρέους του 2010.
Η εσωτερική υποτίμηση συνέτεινε στη μείωση των μισθών για έξι συνεχή χρόνια, από το 2011 μέχρι το 2016, έτσι ώστε η μέση αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης να μειωθεί σωρευτικά κατά 16,7%.
Η επάνοδος της ανάπτυξης, αν και αναιμική, έδωσε μια μικρή ώθηση στη μέση ωριαία αμοιβή κατά 1,7% συνολικά το 2017-18. Η εσωτερική υποτίμηση διόρθωσε μόνο εν μέρει την απώλεια ανταγωνιστικότητας πριν από την κρίση, καθώς η παραγωγικότητα συνεχίζει να είναι υποτονική. Έτσι, η σωρευτική αύξηση του εργασιακού κόστους ανά μονάδα προϊόντος από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001 και μετά είχε περιοριστεί το 2018 στο 30%.
Η συνολική αυτή αύξηση, αν και ευθυγραμμισμένη με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ξεπερνά την αντίστοιχη τάση στην Ισπανία (25%), την Πορτογαλία (23%) και ιδιαίτερα την Ιρλανδία, όπου λόγω των μεγάλων κερδών παραγωγικότητας το κόστος ανά μονάδα προϊόντος έχει σωρευτικά μειωθεί σε σχέση με το 2001 κατά περίπου 4%.
Η μόνη χώρα που ξεπερνά πλέον σημαντικά την Ελλάδα σε συνολική απώλεια ανταγωνιστικότητας είναι η Ιταλία, όπου το εργασιακό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 41% σε σχέση με το 2001. Ο βασικός παράγοντας είναι η καχεξία της παραγωγικότητας. Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες της Ευρωζώνης όπου η παραγωγικότητα μειώθηκε σωρευτικά το 2010-18, κατά 1,6% και 5,8% αντίστοιχα, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 5,2% κατά μέσο όρο (στοιχεία Eurostat).
Μια πολιτική αύξησης των μισθών, όπως υποστηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν θα προωθήσει την ανάπτυξη σε βάθος χρόνου, αφού δεν λύνει την εξίσωση της αύξησης της παραγωγικότητας. Ορισμένοι επικαλούνται τη θεωρία των «μισθών αποδοτικότητας» (efficiency wages) ως βάση για μια υποτιθέμενη θετική επίδραση της αύξησης των μισθών στην παραγωγικότητα. Η θεωρία αυτή (συνδεδεμένη κυρίως με τον Νομπελίστα Joseph Stiglitz) ισχύει για μεμονωμένες επιχειρήσεις που προσφέρουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν τους πιο αποδοτικούς εργαζόμενους σε συνθήκες ατελούς γνώσης των ικανοτήτων του εργατικού δυναμικού. Όμως αυτό που ισχύει μικροοικονομικά δεν ισχύει αναγκαστικά στο μακροοικονομικό επίπεδο. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, όταν οι επιχειρήσεις στο σύνολό τους εφαρμόζουν μισθούς αποδοτικότητας το αποτέλεσμα είναι ακούσια ανεργία, όχι αύξηση της παραγωγικότητας.
Η αύξηση των μισθών πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας της οικονομίας θα διασπάθιζε κατά κύριο λόγο τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα κόστους που αποκτήθηκαν μέσω της επώδυνης εσωτερικής υποτίμησης. Δεδομένου άλλωστε ότι η δομική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως μετράται στις διάφορες διεθνείς κατατάξεις (Global Competitiveness Index, Cost of Doing Business), παραμένει χαμηλή, η διαφύλαξη των κερδών στην ανταγωνιστικότητα κόστους είναι κρίσιμη για την προσέλκυση επενδύσεων και την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Το κλειδί για την ταχύτερη ανάπτυξη μεσο-μακροπρόθεσμα και τη διατηρήσιμη αύξηση των μισθών είναι να επιταχυνθεί ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, επιχειρηματικές επενδύσεις που ενισχύουν την τεχνογνωσία, αποδοτικότερη οργάνωση των επιχειρήσεων και της παραγωγής, βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, καλύτερες υποδομές με ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων. Πρόκειται για παράγοντες που βελτιώνονται μόνο σε βάθος χρόνου, με σταθερή πολιτική στόχευση και προσπάθεια.
* Ο κ. Αριστομένης Βαρουδάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ.