Skip to main content

Αντιμετώπιση του brain drain με διεθνώς εμπορεύσιμα αξίας

Από την έντυπη έκδοση

Του Χρήστου Α. Ιωάννου*
*Ο Χρήστος Ιωάννου είναι οικονομολόγος

Η ελληνική κρίση και χρεοκοπία του 2008-2018 συνοδεύεται από το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης μορφωμένων παραγωγικών ηλικιών και κυρίως νέων. Οι εκτιμήσεις αναφέρονται σε 450.000 άτομα. Το μέγεθος μοιάζει ανάλογο του προηγούμενου κύματος μετανάστευσης σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων Ελλήνων από το 1950 έως το 1974, με το 55% αυτών να μεταναστεύει τη δεκαετία του 1960.

Τότε ήταν κυρίως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, τώρα είναι μορφωμένο, ειδικευμένο και υπερειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Τότε η μαζική μετανάστευση συνδεόταν με τις συνέπειες της κατοχής του 1940-44, τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο του 1944-49, τα αυταρχικά μετεμφυλιακά καθεστώτα, την ξένη εξάρτηση, τη χούντα, κ.ο.κ. Τώρα προηγήθηκε μεταπολίτευση, δημοκρατία, ένταξη στην ΕΟΚ, αλλαγή και απαλλαγή, εκσυγχρονισμός, ένταξη στο ευρώ, επανίδρυση του κράτους, χρεοκοπία, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, κ.ο.κ. Η αναπαραγωγή του φαινομένου της μαζικής μετανάστευσης, κυρίως των νέων, στη σύγχρονη εκδοχή του, του brain drain, είναι προϊόν της οικονομικής και κοινωνικής καχεξίας.

Κοινό υπόβαθρό τους η παραγωγική καχεξία. Το δίλημμα έχει ήδη τεθεί στην ελληνική κοινωνία: ή θα παράγει και θα εξάγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, ή θα «εξάγει» το ειδικευμένο (και όχι μόνο αυτό) ανθρώπινο δυναμικό της, για όσον καιρό και στον βαθμό που το διαθέτει. Η παραγωγική απάντηση για αντιμετώπιση του brain drain είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, για εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών, οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, την καινοτομία, την απασχόληση του εγχώριου ανθρώπινου κεφαλαίου, που άλλως δεν θα απέφευγε τη ροή του brain drain.

Το δίλημμα δεν είναι θεωρητικό. Ούτε ως προς το πρόβλημα ούτε ως προς τη λύση.  Απλά, η παραγωγική απάντηση, της προτεραιότητας στα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, παραμένει ακόμη «μειοψηφική» και όχι αποδεκτή, με λόγια αλλά, κυρίως, και με έργα, από την κοινωνία και την πολιτική. Ενώ πρέπει να είναι προτεραιότητα αμφοτέρων. «Μειοψηφική» μεν, υφιστάμενη δε. Παραδείγματα υπάρχουν και κλάδων και επιχειρήσεων. Ένα παράδειγμα είναι η εγχώρια βιομηχανία φαρμάκου. Αναπτύχθηκε μέσα στην κρίση, παρά τη ραγδαία μείωση της εγχώριας ζήτησης, παρά το αντίξοο επιχειρηματικό και διοικητικό περιβάλλον. 

Εν συνόψει, η εγχώρια βιομηχανία φαρμάκου, οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποί της, επένδυσαν στην παραγωγή, επένδυσαν και σε R&D, αύξησαν την εγχώρια παραγωγή, τις ελληνικές εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών, διατηρώντας και προσθέτοντας θέσεις εργασίας μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού, μειώνοντας το δυνητικό brain drain. Το έπραξαν παρά τη ραγδαία μείωση της εγχώριας συνολικής δαπάνης, δημόσιας και ιδιωτικής, για την Υγεία και το φάρμακο. Οι εγχώριες παραγωγικές μονάδες στράφηκαν στο να ενισχύσουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα και την υποκατάσταση εισαγωγών. 

Ζήτηση υπήρχε, και υπάρχει, πρώτον, όσο η χώρα είχε και έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο στο φάρμακο. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία το μείωσε και το μειώνει. Δεύτερον, και κυρίως, όσο υπάρχει η διεθνής ζήτηση στην οποία απευθύνονται εξαγωγές 350 δισ. και πλέον. Σήμερα, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες εξάγουν τα προϊόντα τους σε σχεδόν 90 χώρες, μεταξύ των οποίων και οι πλέον αναπτυγμένες. Υπάρχουν νέες δυνατότητες σε αυτόν τον τομέα; Από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. η Ιρλανδία (των 4,5 εκατ. κατοίκων, και του μνημονίου) έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εξαγωγέας και είναι ο έβδομος παγκοσμίως. Οι εξαγωγές της ιρλανδικής φαρμακευτικής βιομηχανίας τo 2017 ήταν σχεδόν 68 δισ. ευρώ (το 55% του συνόλου εξαγωγών προϊόντων χώρας). Ήταν δηλαδή κατά 9 δισ. ευρώ περισσότερες του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των προϊόντων και όλων των υπηρεσιών (που ήταν 59 δισ. ευρώ). Και υπερδιπλάσιες των ελληνικών εξαγωγών όλων των προϊόντων (που ήταν σχεδόν 29 δισ. ευρώ).

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το brain drain; 

Έχουν, διότι ο κλάδος της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι παραγωγικός κλάδος έντασης γνώσης. Η έρευνα και η ανάπτυξη (R&D) είναι απαραίτητες για την παραγωγή και κυκλοφορία πρωτοτύπων, αλλά και γενοσήμων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Έχουν, διότι ακόμη και η δημιουργία νέων, αλλά και η βελτίωση των υφιστάμενων καλλυντικών είναι και αυτές αποτέλεσμα λειτουργιών έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Έχουν, διότι στον κλάδο απασχολείται ανθρώπινο δυναμικό προσόντων και γνώσεων υψηλού επιπέδου. Και στην Ελλάδα ο κλάδος έχει μερίδια απασχολουμένων με πρώτου επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση (ΑΕΙ και ΤΕΙ) και δεύτερου επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση (μεταπτυχιακά) υψηλότερα από τα αντίστοιχα μερίδια στο σύνολο της οικονομίας, και της βιομηχανίας. 

Έχουν, διότι με τη στροφή του εγχώριου κλάδου στην εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα το μερίδιο ανθρώπινου δυναμικού πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σχεδόν διπλασιάστηκε (σε 70%) όπως και της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης (σε 4%-5%). 
Έχουν, διότι μέσα στην κρίση η συνεισφορά της βιομηχανίας φαρμάκων στην αύξηση της απασχόλησης στη μεταποίηση είναι η δεύτερη μεγαλύτερη έπειτα από αυτήν των τροφίμων (αναλογικά με τα μερίδιά τους). Και οι δύο αποτελούν μέρος της ανάκαμψης της εγχώριας παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, που συμβάλλει στη δημιουργία νέων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας. Έχουν, ακόμη περισσότερο, διότι οι υψηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), και στην ελληνική οικονομία, πραγματοποιούνται στη μεταποίηση, και στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων είναι οι υψηλότερες μεταξύ των μεταποιητικών κλάδων της οικονομίας.

Ένας κλάδος, αυτός του παραδείγματος, δεν φέρνει από μόνος του την παραγωγική συγκρότηση και την αναπτυξιακή άνοιξη, την ανακοπή και αναστροφή του brain drain. Δείχνει όμως πως οι κλάδοι των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας είναι η μόνη διαθέσιμη διέξοδος. 

Το δίλημμα (και η σύγκρουση) είναι ανάμεσα στην παραγωγική Ελλάδα, που δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, και την ελλαδική παρασιτοφαυλοκρατία. Αυτήν την τελευταία υποδεικνύουν όλες οι έρευνες μεταξύ των Ελλήνων της νέας μετανάστευσης όταν φέρουν ως πρώτη αιτία της την έλλειψη αξιοκρατίας.