Από την έντυπη έκδοση
Tου Ευκλείδη Τσακαλώτου,
Πρώην ΥΠΟΙΚ / Τομεάρχη Οικονομικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ
Αν είσαι πολιτικός, οικονομολόγος, δημοσιογράφος ή απλώς ένας ενημερωμένος πολίτης, και δεν έχεις απουσιάσει τα τελευταία δέκα χρόνια στον Άρη, θα έχεις πάρει πρέφα ότι η Ευρώπη είναι σε αναβρασμό – οικονομικό και πολιτικό- και υπάρχει μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της. Το Brexit, ο Τραμπ και ο εμπορικός πόλεμος, οι φτωχές αποδόσεις των οικονομιών, η ιστορικά χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα ως ποσοστό του ΑΕΠ, η στασιμότητα των μισθών και άλλα πολλά συνεχώς δίνουν τροφή σε αυτή τη συζήτηση. Βεβαίως υπάρχει στον κυρίαρχο λόγο μια τάση να παρουσιάζεται ο κόσμος ανάποδα. Δεν είναι ότι το Brexit ή ο Τραμπ αποτελούν εξωγενή φαινόμενα που μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο κύκλο ύφεσης στην Ευρώπη.
Αντιθέτως η αδυναμία της ασκούμενης πολιτικής να εξασφαλίσει ανάπτυξη και καλές δουλειές, και η τάση να αυξάνονται οι κοινωνικές και οι περιφερειακές ανισότητες, είναι που δημιουργούν το Brexit, τον Τραμπ, αλλά και την αστάθεια των παραδοσιακών κομμάτων της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, το φαινόμενο Σαλβίνι ή Όρμπαν. Αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς, το ερώτημα είναι τι κάνουμε, και πιο συγκεκριμένα τι κάνουμε με την Ευρώπη. Θα ψάξει άσκοπα κανείς να βρει έστω και κάποιες νύξεις για το μέλλον της Ευρώπης στην ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Το μόνο που είχαμε ήταν τον ισχυρισμό για το αυξημένο κύρος της χώρας μας στην Ευρώπη, κάτι που βέβαια επιβεβαιώθηκε από την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο Κόμο, και την ελπίδα ότι κάτι αλλάζει στην Ευρώπη και άρα υπάρχει το ενδεχόμενο να μειωθούν οι δημοσιονομικοί μας στόχοι πριν από το 2022. Η ΔΕΘ αποτελεί ένα διεθνές γεγονός. Δεν θα έπρεπε ο πρωθυπουργός της χώρας να αναλύσει, έστω σε αδρές γραμμές, το διεθνές πλαίσιο στο οποία δρα η οικονομία μας; Δεν θα έπρεπε να συμβάλει στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης; Τι ακριβώς θα υποστηρίζει ο κ. Σταϊκούρας στα Eurogroup και Ecofin για τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και χρηματοδοτική αρχιτεκτονική της Ε.Ε.; Το έχω πει πολλές φορές και στη Βουλή. Η Ν.Δ. είναι ένα ευρωπαϊκό κόμμα χωρίς θέσεις για την Ευρώπη. Μένουμε Ευρώπη. Σωστά. Αλλά σε ποια Ευρώπη θέλουμε να μείνουμε;
Δύο παραδείγματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τα δημοσιονομικά. Το ΕΛΚ, ειδικά τα κόμματα του Βορρά υποστηρίζουν τη λιτότητα ως άποψη. Φοβούνται ότι μια δημοσιονομική χαλάρωση θα αμβλύνει την πίεση για νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» από τη μεριά της προσφοράς. Αντιστέκονται στην προοπτική ενός μεγαλύτερου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που θα λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός μηχανισμός για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Δεν θέλουν να ακούσουν για ένα τέτοιο μηχανισμό που θα ενσωμάτωνε μεταβιβάσεις πόρων προς τις οικονομίες που κάποια στιγμή έχουν μεγαλύτερη ύφεση. Σφυράνε κλέφτικα για τα μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών των χωρών του Βορρά που εντείνουν την ύφεση στις χώρες του Νότου. Και η Ν.Δ.; Ο κ. Μητσοτάκης; Ποια είναι η θέση τους γι’ αυτά τα θέματα; Είναι πρόβλημα το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε.; Χρειάζονται αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και σε ποια κατεύθυνση; Δεν γίναμε σοφότεροι από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη. Αντίθετα ο κ. Μητσοτάκης φάνηκε ότι δεν επιθυμεί ιδιαίτερα να εκφράσει κάποια φωνή διαφορετική μέσα στους κόλπους του ΕΛΚ, στο οποίο ανήκει η Ν.Δ.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τα εργασιακά. Και σε αυτόν τον τομέα εδώ και δύο χρόνια έχει αρχίσει μια πλούσια συζήτηση στην Ευρώπη για την ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, για τη στασιμότητα των μισθών και για τις ανισότητες που πλέον έχουν αρχίσει να επηρεάζουν την καθημερινότητα και της μεσαίας τάξης και τροφοδοτούν τον λαϊκισμό. Σε αυτό το σημείο ο κ. Μητσοτάκης μίλησε σαν να ήμασταν στη δεκαετία του ενενήντα. Αν κατάλαβα καλά η θέση που υποστήριξε είναι ότι, χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, η κυβέρνηση θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των εργαζομένων αφού πρώτα τα συρρικνώσει. Δεν είναι συνταγή που μπορεί να αντιστρέψει τις δυσμενείς συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά εργασίας, και όλο και περισσότερο η ευρωπαϊκή συζήτηση το αναγνωρίζει. Παντού οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες δεν ζητούν αυξήσεις μισθών. Δουλεύουν υπό άθλιες συνθήκες, μειωμένες ώρες και νιώθουν μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον – δύσκολο να διεκδικήσει κανείς μεγαλύτερους μισθούς σε αυτές τις συνθήκες. Πώς να οργανωθείς όταν το νομικό πλαίσιο όλο και λιγότερο ευνοεί τη συνδικαλιστική δράση, και μια απόλυση, που -κατά τον κ. Μητσοτάκη- πρέπει να γίνει ευκολότερη για τον εργοδότη, θα φέρει σε κίνδυνο τα δικαιώματα ασφάλισης και ιατρικής περίθαλψης; Αν προσθέσουμε σε αυτό και την πάγια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση ότι το κοινωνικό κράτος δημιουργεί κόστος και θα πρέπει να περιοριστεί, πώς θα μπορεί ο εργαζόμενος να διεκδικεί δικαιώματα χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας;
Αυτά είναι ευρωπαϊκά προβλήματα και επηρεάζουν την πραγματική οικονομία. Με στάσιμους μισθούς οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν σε νέες τεχνολογίες αλλά, λογικά από τη μεριά τους, απασχολούν αναλώσιμους εργαζόμενους και εργαζόμενες. Κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Και έτσι κλείνει ο κύκλος. Η χαμηλή παραγωγικότητα δεν ευνοεί τις επενδύσεις και με χαμηλή παραγωγικότητα δεν ευνοούνται οι επενδύσεις. Γι’ αυτό και στο αναπτυξιακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οι επενδύσεις συνδέονταν άμεσα με την αναβάθμιση της αγοράς εργασίας. Τι μένει χωρίς αυτό; Στην Ελλάδα της Ν.Δ. το παλιό παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στις οικοδομές, τα μεγάλα έργα και τον τουρισμό. Η Ελλάδα του 2008 δηλαδή!
Ο Λένιν (σε μια από τις πιο ατυχείς διατυπώσεις του) έβλεπε το μέλλον με όρους ηλεκτροδότησης και Σοβιέτ. Ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ μας υποσχέθηκε μπετόν και μηδενικά δικαιώματα.