Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν όλοι την τελευταία πενταετία -κυβερνήσεις και πιστωτές, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί- είναι το ακόλουθο: η έξοδος από την κρίση δεν θα έρθει εάν δεν ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Στη χώρα των «πιο σκληρά εργαζόμενων πολιτών σε ολόκληρη την Ευρώπη» η παραγωγικότητα είναι το μεγάλο «αγκάθι».
Και είναι ένα «αγκάθι» που δεν έχει ξεριζώσει καμία συμφωνία. Ερευνες διεθνών οργανισμών αποκαλύπτουν ότι οι Ελληνες είναι κάθε άλλο παρά τεμπέληδες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος Ελληνας εργάζεται σχεδόν 40% περισσότερες ώρες ετησίως από τον μέσο Γερμανό! Η παραγωγικότητα του τελευταίου, ωστόσο, αποτιμάται κοντά στα 55 δολάρια ανά ώρα, σύμφωνα με τη McKinsey, ενώ η δική μας στα 35 δολάρια.
Κάνουμε κάτι λάθος; Πολλά. Η παραγωγικότητα έχει βεβαίως να κάνει με τα προσόντα και την τοποθέτηση του κατάλληλου ατόμου στην κατάλληλη θέση. Πρωτίστως, όμως, έχει να κάνει με τα μέσα (εξοπλισμός, τεχνολογία, τεχνογνωσία) τα οποία έχει ο εργαζόμενος στη διάθεσή του. Και εκεί χωλαίνουμε γιατί θεωρούμε τις επενδύσεις σε καινοτομία και νέες τεχνολογίες περιττή πολυτέλεια. Συνολικά η παραγωγικότητα μιας οικονομίας εξαρτάται από παράγοντες όπως η πάταξη της γραφειοκρατίας, η διευκόλυνση του επιχειρείν, το σταθερό φορολογικό πλαίσιο. Σε όλους μένουμε μετεξεταστέοι. Είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επεκτείνονται και να δημιουργούν οικονομίες κλίμακας. Στον ελληνικό μεταποιητικό κλάδο το 30% των εργαζόμενων απασχολείται σε επιχειρήσεις με έως εννέα υπαλλήλους, ενώ μόλις το 27% σε εταιρείες με 250 ή περισσότερους, σύμφωνα με τη McKinsey. Εντελώς διαφορετική η εικόνα στη Γερμανία, με τις μικρές βιομηχανίες να απασχολούν μόλις το 5% των εργαζόμενων του κλάδου και εκείνες με τουλάχιστον 250 εργαζόμενους το 54%. Και αυτό δεν είναι μία λεπτομέρεια. Γιατί η παραγωγικότητα των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων είναι περίπου 40% χαμηλότερη από εκείνη των μεγάλων εταιρειών. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η δραματική συρρίκνωση του απασχολούμενου πληθυσμού. Ακόμη και πριν η κρίση μάς χτυπήσει την πόρτα, εκτινάσσοντας την ανεργία στα ύψη, το ποσοστό της απασχόλησης στη χώρα μας ήταν χαμηλό.
Το 2008 ήταν 61,9%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 65,9%. Το 2013 είχε ήδη υποχωρήσει στο 49% στην Ελλάδα, όταν ο μέσος όρος στην Ενωση ήταν 64%. Ολα τα προηγούμενα χρόνια εστιάσαμε στη συρρίκνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης (ψαλίδι σε μισθούς – συντάξεις), που θα μας έκαναν πιο ανταγωνιστικούς. Η συνταγή απέτυχε, αλλά με το νέο μνημόνιο επαναλαμβάνεται. Εχουμε, όμως, ακόμη την ευκαιρία για ουσιαστικές -αυτή τη φορά- μεταρρυθμίσεις, που θα αντιμετωπίζουν τα «ελλείμματα» που περιγράψαμε παραπάνω. Γιατί αλλιώς ο τίτλος του πρωταθλητή στις ώρες εργασίας θα παραμένει δικός μας, αλλά η παραγωγικότητα θα είναι χαμένο παιχνίδι.