Από την έντυπη έκδοση
Του Μοχάμεντ Α. Ελ Εριάν*
Ούτε μια μέρα δεν φαίνεται να περνάει χωρίς περαιτέρω αποδείξεις για τις αυξανόμενες οικονομικές εντάσεις μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ, των δύο μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο. Αυτός ο αυξανόμενος ανταγωνισμός θα έχει μεγαλύτερο άμεσο αντίκτυπο στην Κίνα από ό,τι στις ΗΠΑ, καθώς η διμερής αποσύνδεση τροφοδοτεί μια ευρύτερη συνεχιζόμενη διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης. Και οι αρνητικές επιπτώσεις σε ένα υποσύνολο άλλων χωρών -τις οποίες αποκαλώ οικονομίες διπλής επιλογής- θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Ακόμα και από καθαρά οικονομική άποψη, είναι δύσκολο να προβλεφθεί οποιαδήποτε σταθερή υποβάθμιση των σινο-αμερικανικών εντάσεων στο εγγύς μέλλον. Και αυτή η διαπίστωση είναι χωρίς τον συνυπολογισμό θεμάτων εθνικής ασφάλειας, πόσο μάλλον αυτά που σχετίζονται με την τεχνολογία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιπτώσεις του Covid-19 ενώνουν τρία τμήματα της αμερικανικής οικονομίας στην αποσύνδεση από την Κίνα. Αυτή η δυναμική είναι απίθανο να υποχωρήσει σύντομα και θα ενισχυθεί αμοιβαία, πράγμα που σημαίνει ότι 1+1+1 έχει άθροισμα περισσότερο από τρία. Αρχικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κλιμάκωσε πρόσφατα τη μακροχρόνια σύγκρουση με την επιβολή διμερών οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων στην Κίνα, με ρητή υποστήριξη από το σύνολο του Κογκρέσου. Το παιχνίδι ευθυνών για την πανδημία χρησιμεύει στην ενίσχυση της αυστηρότερης στάσης των ΗΠΑ, η οποία είναι απίθανο να αλλάξει ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Οι εταιρείες
Ο εταιρικός κλάδος της Αμερικής θα οδηγηθεί επίσης στην αποσύνδεση, καθώς περισσότερες αμερικανικές εταιρείες προσπαθούν να απομακρυνθούν από την αποδοτικότητα προς την ανθεκτικότητα. Αυτό μεταφράζεται σε «συγκεντρωτισμό», «αποκεντρωτισμό» ή «τοπικισμό» και συνεπάγεται την απομάκρυνση των δυτικών αλυσίδων εφοδιασμού από την Κίνα. Ορισμένες βιομηχανίες, όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα και η τεχνολογία, πιθανότατα θα υποστούν πιέσεις από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και άλλων χωρών να κάνουν το ίδιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυτικές πολυεθνικές θα εγκαταλείψουν την Κίνα σύντομα. Οι περισσότερες αντίθετα θα επιδιώξουν να κινηθούν προς ένα μοντέλο «στην Κίνα για την Κίνα». Εντούτοις, αυτή η προσέγγιση θα μειώσει την επιρροή αυτών των επιχειρήσεων στη χώρα, θα αυξήσει την ευπάθειά τους και θα περιορίσει την ικανότητά τους να ενημερώνουν και να επεμβαίνουν στα αποτελέσματα που τους επηρεάζουν.
Τα νοικοκυριά
Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ θα συμβάλουν επίσης στην αποσύνδεση. Με την ανάκαμψη από την ύφεση που προκλήθηκε από τον κορονοϊό να είναι αργή και την παγκόσμια οικονομία σε μια εξαιρετικά απο-συγχρονισμένη φάση, ένα ποσοστό του πρόσφατου άλματος της ανεργίας των ΗΠΑ είναι πιθανό να αποδειχθεί απογοητευτικά αργό να ανακάμψει.
Αν και αυτή η πολύπλευρη διαδικασία αποσύνδεσης θα δημιουργήσει οικονομικές αναταράξεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κίνα, ο αντίκτυπός της είναι πιθανό να είναι ασύμμετρος. Συγκεκριμένα, η Κίνα είναι πιο ευάλωτη, επειδή χρειάζεται ακόμη την παγκόσμια οικονομία, να διευκολύνει την εντυπωσιακή αναπτυξιακή της διαδικασία. Το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο η βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη της Κίνας, δεδομένου ότι η ανάκαμψη σε σχήμα V βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Αντίθετα, η οικονομική αποσύνδεση απειλεί να περιπλέξει την εξαιρετικά απαιτητική μετάβαση του μεσαίου εισοδήματος της χώρας, η οποία έχει αποδειχθεί ότι είναι το πιο δύσκολο στάδιο της αναπτυξιακής διαδικασίας σε πολλές άλλες οικονομίες.
Δαπανηρή η αποσύνδεση
Η αποσύνδεση θα καταστήσει επίσης πιο δαπανηρό για την Κίνα τη διατήρηση ορισμένων από τις πρόσφατες διεθνείς οικονομικές της δραστηριότητες, όπως «Ο Δρόμος του Μεταξιού» (ένα τεράστιο διεθνές επενδυτικό πρόγραμμα υποδομών) και ο μεγάλος δανεισμός της σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Συγκεκριμένα, η κινεζική κυβέρνηση μπορεί να δυσκολευθεί να αντιστρέψει το αφήγημα ότι πάρα πολλές από αυτές τις συμμαχίες είναι συναλλακτικές και μονόπλευρες και όχι αρκετά στρατηγικές.
Εν τέλει, οι αυξανόμενες σινο-αμερικανικές εντάσεις ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις χώρες διπλής επιλογής, όπως η Αυστραλία και η Σιγκαπούρη, οι οποίες έχουν διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς εθνικής ασφάλειας με τις ΗΠΑ και εξίσου ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα. Ενώ το κόστος αυτής της στρατηγικής διπλής επιλογής ήταν χαμηλό μέχρι τώρα, πιθανότατα θα αυξηθεί, όπως ήδη συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στην τεχνολογία. Αυτές οι χώρες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να κληθούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο κορυφαίων παγκόσμιων δυνάμεων -κάτι που υποψιάζομαι ότι θα είναι απρόθυμες και απροετοίμαστες να κάνουν. Αν και αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζουν πολλές κυβερνήσεις, μέχρι στιγμής έχει ανασύρει μια σχετικά μικρής κλίμακας συζήτηση.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δείχνουν μια ασυνήθιστα αβέβαιη μακροοικονομική και μικροοικονομική προοπτική που είναι όλο και πιο ευάλωτη στα λάθη της πολιτικής και στα «ατυχήματα» της αγοράς. Ο προτιμώμενος προορισμός για όλους είναι αυτό που ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google, Έρικ Σμιντ, αποκαλεί «συνεργασία ανταγωνισμού» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, όπου ο υγιής ανταγωνισμός δεν αποκλείει τη συνεργασία και την κοινή ευθύνη, στοιχεία τα οποία είναι κρίσιμα για την αντιμετώπιση των σημαντικών παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η αλλαγή του κλίματος και οι πανδημίες. Η πρόκληση θα είναι να αποφευχθεί ο καταστροφικός εκτροχιασμός κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου και κακοτράχαλου ταξιδιού προς αυτόν τον στόχο.
* Επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.