Skip to main content

Αξιοπιστία και ελάφρυνση του χρέους

Από την έντυπη έκδοση

Tου Αριστομένη Βαρουδάκη*
*
Καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ. 

Οι πρόσφατες διαβουλεύσεις του Eurogroup ανέδειξαν μια σημαντική διχογνωμία μεταξύ των δανειστών σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Το ΔΝΤ προτείνει ουσιαστική και εμπροσθοβαρή ελάφρυνση, ώστε το χρέος να καταστεί βιώσιμο εξαρχής, δημιουργώντας έτσι συνθήκες εμπιστοσύνης στις αγορές που θα επέτρεπαν δανεισμό χαμηλού κόστους. Η άποψη φαίνεται να συνεπικουρείται από χώρες όπως η Γαλλία, που έχει προτείνει και τη λύση της ρήτρας ανάπτυξης για τη διευκόλυνση της αποπληρωμής του χρέους.

Η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά υποστηρίζουν όμως ότι αυτό θα άμβλυνε τα κίνητρα για τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, οι ελαφρύνσεις θα πρέπει να είναι βαθμιαίες και με αιρεσιμότητα, ανάλογα με την τήρηση των ελληνικών δεσμεύσεων. 

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην προσήλωση των ελληνικών κυβερνήσεων στους δημοσιονομικούς στόχους συναρτάται ιδιαίτερα με την επίδραση του εκλογικού κύκλου, όπως έχει δείξει το παρελθόν. Με εξαίρεση τις εκλογές του 1996 και του 2000, λόγω της προσπάθειας εισόδου στην ΟΝΕ, οι υπόλοιπες εκλογικές αναμετρήσεις πριν από την κρίση οδήγησαν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα (που δείχνει την επίδραση της πολιτικής και όχι της οικονομικής συγκυρίας) αυξήθηκε το 2004, που ήταν έτος εκλογών, κατά 2,1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2003. Το 2007 και το 2009, επίσης εκλογικά έτη, αυξήθηκε κατά 2,4% και 3,8% αντίστοιχα σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα έτη. Η εμπειρία είναι ακόμα χειρότερη όσες φορές οι εκλογές έγιναν με την απλή αναλογική, που δημιούργησε κυβερνητική αστάθεια και αδυναμία σφιχτής διαχείρισης, όπως το 1989 και το 1990. Το 1990, μετά τις δύο αυτές αναμετρήσεις, το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα είχε αυξηθεί κατά 4,3% του ΑΕΠ σε σχέση με το 1988. Αντίστοιχα σενάρια φαίνονται πιθανά και στο μέλλον, τόσο μάλιστα που οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις μπορεί να είναι πολλαπλές, λόγω και της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά ιδίως λόγω της επαναφοράς από την κυβέρνηση της απλής αναλογικής. 

Για να εδραιωθεί η αξιοπιστία στη μεταμνημονιακή εποχή θα ήταν αναγκαίο να αποσυνδεθεί με κάποιο τρόπο η δημοσιονομική διαχείριση από τον πολιτικό κύκλο. Σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα σε αναδυόμενες οικονομίες, αυτό επιδιώκεται με δημοσιονομικούς κανόνες (fiscal responsibility laws), που επιβάλλουν περιορισμούς στο έλλειμμα και τις δαπάνες, ή και ακόμα επιτάσσουν την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες αυτό συχνά δεν θεωρείται απαραίτητο, καθώς η δημοσιονομική διαχείριση είναι πιο σταθερή και επιπλέον οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. δεσμεύονται από διακρατικές συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας. Το δημοσιονομικό σύμφωνο (Fiscal Compact) της Ε.Ε., έτσι όπως μεταρρυθμίστηκε το 2012, επιβάλλει ως μεσοπρόθεσμο στόχο ένα διαρθρωτικό έλλειμμα που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ, ενώ προβλέπει και μια διαδικασία διόρθωσης όταν υπάρχει υπέρβαση του στόχου. Θεωρείται όμως γενικά ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. έχουν γίνει περίπλοκοι και δημιουργούν δυνατότητα διακριτικής ευχέρειας στην εφαρμογή τους. Υπάρχει η εντύπωση ότι η εφαρμογή των κανόνων είναι ανοικτή σε πολιτική διαπραγμάτευση, κάτι που δεν οδηγεί με σιγουριά σε δημοσιονομική σταθερότητα.

Δεδομένης επιπλέον της αρνητικής επίπτωσης που δημιουργεί ο πολιτικός κύκλος σε χώρες όπως η Ελλάδα, ίσως η ανάκτηση της αξιοπιστίας στη μεταμνημονιακή εποχή να απαιτεί πιο τολμηρές τομές. 
Μια τέτοια τομή θα ήταν η συνταγματική κατοχύρωση, μονομερώς από την Ελλάδα, ενός δημοσιονομικού κανόνα που θα επέβαλε έναν περιορισμό στο έλλειμμα σε ετήσια βάση, μαζί με ένα διορθωτικό μηχανισμό σε περίπτωση υπέρβασης του προβλεπόμενου στόχου. Ένας τέτοιος μηχανισμός προβλέπεται για παράδειγμα στη Γερμανία και την Ελβετία με το λεγόμενο «δημοσιονομικό φρένο» (Fiscal Brake). Ο κατάλληλος στόχος θα πρέπει να προσδιορισθεί αφού μελετηθούν η επιθυμητή ευκαμψία του κανόνα και η ανάγκη προφύλαξης των δημόσιων επενδύσεων από δραστικές περικοπές. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Γερμανία, παρά τα υγιή της δημοσιονομικά, έχει κατοχυρώσει συνταγματικά τον εθνικό κανόνα δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενισχύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των αγορών. 

Η σχεδιαζόμενη συνταγματική αναθεώρηση προσφέρει μια ευκαιρία στην Ελλάδα να κάνει αυτή την τομή που θα της επιτρέψει ίσως να γυρίσει οριστικά τη σελίδα της μεταπολιτευτικής (κακο)διαχείρισης που οδήγησε στην κρίση χρέους. Η συνταγματική κατοχύρωση ενός κανόνα συμβατού με το δημοσιονομικό σύμφωνο της Ε.Ε., αλλά με διαφάνεια στους στόχους και τον μηχανισμό διόρθωσης, θα επέτρεπε την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των δανειστών και των αγορών στην υγιή μεταμνημονιακή διαχείριση.

Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό σε μια περίοδο που η Ευρωζώνη εισέρχεται σε νέο κύκλο αναταράξεων λόγω των εξελίξεων στην Ιταλία. Θα δημιουργούσε τη δυνατότητα συμφωνίας για μια εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του χρέους, που με τη σειρά της θα ενίσχυε επιπλέον την εμπιστοσύνη των αγορών. Θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο της αστάθειας του παρελθόντος, εμπνέοντας εμπιστοσύνη στους επενδυτές, συνεισφέροντας έτσι στο να τεθεί η χώρα σε τροχιά υψηλής ανάπτυξης στο μέλλον.