Skip to main content

Μένει η δυσπιστία

Από την έντυπη έκδοση 

Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]

Φόβους από την τυχόν δημοσιοποίηση προσωπικών τους δεδομένων, π.χ., των διευθύνσεων των κατοικιών τους, μέσω της ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης «πόθεν έσχες», σε συνδυασμό με τα περιστατικά επιθέσεων με εκρηκτικούς μηχανισμούς σε σπίτια δικαστών, εκφράζει σε ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

Οι «λόγοι προσωπικής ασφάλειας» τους οποίους επικαλούνται οι δικαστές ισχύουν -υποθέτω- και για τους αρχηγούς των σωμάτων ασφαλείας ή άλλους ανώτατους δημόσιους λειτουργούς. Για την ακρίβεια, ισχύουν για όλα τα μέλη της λίστας των υπόχρεων. Μάλιστα, η Ένωση Ιδιοκτητών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), που έχει προσφύγει για το θέμα στο ΣτΕ, ζητώντας αναστολή και μετά κατάργηση των δηλώσεων «πόθεν έσχες» για τα μέλη της, πέραν των νομικών επιχειρημάτων (αντισυνταγματικότητα και αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), προβάλλει το θέμα άμεσου κινδύνου διαρροής των στοιχείων από τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής ελέγχου, εκτός του προέδρου της, που είναι πρώην δικαστικός.

Για τα νομικά ας μιλήσουν οι νομικοί, για τα της (αν)ασφάλειας των δικτύων οι ειδικοί. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι οι θεματοφύλακες της διαφάνειας και της δικαιοσύνης υπέβαλαν δήλωση περιουσιακής κατάστασης σε έντυπη μορφή, με την προηγούμενη διάταξη, όπως και οι δημοσιογράφοι και άλλοι, χωρίς κανένα πρόβλημα. Κίνδυνος διαρροής στοιχείων υπάρχει ανεξαρτήτως των δηλώσεων σε χαρτί, πάπυρο, πέτρινες ή ψηφιακές πλάκες. Ρωτήστε και τις ΗΠΑ, που από τους Ρώσους (;) σκούρα τα βρήκαν και σε πολιτική δίνη μπήκαν.

Μπαίνω στον πειρασμό, λοιπόν, να αναζητήσω αλλού τις αντιστάσεις. Από τη δυσπιστία της μίας εξουσίας (δικαστική) προς μία άλλη (νομοθετική) μέχρι το γεγονός ότι η ηλεκτρονική υποβολή καθιστά ευκολότερο ακόμη και τον δειγματοληπτικό έλεγχο. Όταν στοιβάζονταν δηλώσεις, η πιθανότητα ελέγχου ήταν ίση με την πιθανότητα να ξεσκονιστούν οι χάρτινοι λόφοι.

Κάπως έτσι τα πράγματα και τα «θαύματα» αναδεύουν τη σκόνη. Μένει η κλεισούρα. Και η καχυποψία, φυσικά.