Η χώρα έχει άλλη μια επενδυτική ευκαιρία με το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026 – 2030, με το οποίο θα διατεθούν πόροι ύψους άνω των 16 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε τομείς αναγκαίους για την οικονομική ανάπτυξη με τις νέες προκλήσεις που ανακύπτουν, καθώς και για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Είναι σαφώς μια νέα επενδυτική ευκαιρία, αλλά πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα προστεθεί στον κύκλο των χαμένων επενδυτικών ευκαιριών.
Από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων της δεκαετίας του 1980 -τα γνωστά ΜΟΠ στους παλαιότερους- και εφεξής στην Ελλάδα βιώνουμε το «αν».
Μόνιμη είναι η επωδός: Αν είχαμε αξιοποιήσει σωστά τα ΜΟΠ, αν είχαμε αξιοποιήσει σωστά τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ, αν είχαμε αξιοποιήσει σωστά τα ΚΠΣ, τα ΕΣΠΑ κ.λπ. η χώρα σήμερα θα ήταν Ελβετία και γενικά σε μια καλύτερη κατάσταση από αυτή που είναι.
Ο ίδιος υποθετικός σύνδεσμος, το «αν», ακούγεται εσχάτως και για το Ταμείο Ανάκαμψης. Λένε κάποιοι, πως αν είχαν ενταχθεί στο ΤΑΑ εκείνα τα έργα και όχι αυτά που μπήκαν, οι πόροι θα είχαν απορροφηθεί ταχύτερα και οι επενδύσεις θα ήταν πιο αποδοτικές και παραγωγικές.
Με τα «αν» δεν γράφεται η ιστορία, αλλά μπορεί να γραφεί ένα καλύτερο μέλλον αν μαθαίνουμε από τα λάθη και πάψουμε να τα επαναλαμβάνουμε.
Στην περίπτωση των αναπτυξιακών πακέτων συνεχώς επισημαίνονται αδυναμίες από εγχώριους και ξένους φορείς για την «ποιότητα» διαχείρισης των δημόσιων πόρων.
Παραδείγματα αποτελούν οι εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και της Κομισιόν, όπου καταγράφεται ότι το 70% των επιχειρηματιών πιστεύει ότι η διαφθορά αποτελεί πρόβλημα για την επιχειρηματική δραστηριότητα και το 54% των εταιρειών (μέσος όρος της Ε.Ε.: 27%) πιστεύει ότι η διαφθορά τις εμπόδισε, στην πράξη, να κερδίσουν δημόσιο διαγωνισμό ή δημόσια σύμβαση κατά την τελευταία τριετία.
Κάποια στιγμή πρέπει να μπει ένα τέλος στα «λάθη», αν και γεννάται το ερώτημα αν πραγματικά θέλουμε να τα αποφύγουμε ή θέλουμε να ζούμε με αυτά.












