Τελικά, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος ομόλογός του Σι Τζιπίνγκ χρειάστηκαν λιγότερο από δύο ώρες για να επιλύσουν βασικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Μετά τη συνάντηση στη Νότια Κορέα, οι ΗΠΑ και η Κίνα κατέληξαν σε συμφωνία για την προμήθεια σπάνιων γαιών, αλλά και στους δασμούς. Η συμφωνία θα ισχύει για ένα έτος και θα επαναδιαπραγματεύεται ετησίως.
Λίγο πριν ξεκινήσει πάντως η συνάντηση, ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε σχέδια για επανέναρξη των δοκιμών πυρηνικών όπλων – πιθανώς και ως επίδειξη ισχύος προς την Κίνα.
Οι πλήρεις λεπτομέρειες της συμφωνίας δεν είναι ακόμη γνωστές. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για διμερή συμφωνία, η οποία θα έχει και παράπλευρες επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες, οι κινεζικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από 15%, ενώ αυτές προς την Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά 8%. Επιπλέον, δεδομένης της σύνδεσης του γιουάν με το δολάριο, το κινεζικό νόμισμα έχει υποτιμηθεί έναντι του ευρώ.
Οι παρενέργειες για την ΕΕ
Οι παρενέργειες αυτής της συμφωνίας σίγουρα θα βλάψουν την Ευρώπη, η οποία, με την υποτίμηση του δολαρίου και του γιουάν, είναι σαν να υπόκειται σε περαιτέρω δασμούς.
Η Ευρώπη πρέπει άλλωστε να θυμάται ότι η εμπορική ανισορροπία με τις Ηνωμένες Πολιτείες οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ευρωπαϊκής ζήτησης. Πρέπει επομένως να σταματήσει να κυνηγά την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης που βασίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές και να επικεντρωθεί στη σημαντική ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.
Αρκεί να πούμε ότι οι εξαγωγές εκτός ΕΕ αντιπροσωπεύουν μόνο το 12% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι το 88% του ΑΕΠ εξαρτάται από την εγχώρια ζήτηση, η οποία θα πρέπει να αναζωογονηθεί με ένα σχέδιο που θα επικεντρώνεται σε επενδύσεις, όχι μόνο στην άμυνα και την ασφάλεια, αλλά και στην ενέργεια, την τεχνολογική καινοτομία και τις υποδομές.
Διαφορετικά, όπως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τα smartphones, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ αμερικανικής και κινεζικής τεχνητής νοημοσύνης, επειδή δεν θα είναι σε θέση να αναπτύξουν τη δική τους.
Αυτά τα έργα πρέπει προφανώς να υποστηρίζονται από συνεκτικές ευρωπαϊκές βιομηχανικές πολιτικές: για την ενέργεια, την τεχνολογική καινοτομία, την άμυνα και ασφάλεια και τις υποδομές.
Η Ευρώπη δεν μπορεί όμως να καθοδηγείται από δύο χωριστά κέντρα: Από τη μία πλευρά, η ΕΚΤ να εξετάζει μόνο τον πληθωρισμό, ενώ η ΕΕ να ενδιαφέρεται μόνο για τα επίπεδα ελλείμματος και χρέους των κρατών μελών.
Αυτή η αρχιτεκτονική ουσιαστικά καθιστά τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές τυφλές από το ένα μάτι, επειδή δεν λαμβάνουν υπόψη την απόδοση της οικονομίας και την αγορά συναλλάγματος. Έτσι, η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει πολύ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ευρώπη χρειάζεται ενδεχομένως μια νέα αρχιτεκτονική, αλλά κυρίως, ηγέτες ισχυρούς και διορατικούς. Που να μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τους δύο μεγάλους. Ψιλά γράμματα θα πείτε, για την «Ουράνια γραφειοκρατία» της ΕΕ…












