Υπάρχουν φωνές που δεν σβήνουν. Φλόγες που καίνε χαμηλά, χρόνια ολόκληρα, και φωτίζουν τη μνήμη ενός τόπου.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν μια τέτοια φλόγα — ατίθαση, ανυπότακτη, γεμάτη ποίηση και ειρωνεία. Έφυγε χθες, αφήνοντας πίσω του τραγούδια που έγιναν ρίζες. Και ένα ζεϊμπέκικο που δεν χορεύεται, μόνο ακούγεται — βαθιά μέσα μας.
Υπήρξε ποιητής, αφηγητής και καθρέφτης μιας Ελλάδας που πάλευε να βρει φωνή. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε απλώς τραγουδοποιός· ήταν ο άνθρωπος που μπόρεσε να ενώσει το λαϊκό με το λόγιο, το ροκ με το ρεμπέτικο, τη σάτιρα με την εξομολόγηση. Και να μετατρέψει τον καημό μιας ολόκληρης γενιάς σε ρεύμα που ηλεκτρίζει ακόμα.
Το «Ζεϊμπέκικο» είναι ίσως το πιο πυκνό ποιητικό του σχόλιο πάνω στην ελληνική ψυχή. Ένα τραγούδι για την προσφυγιά, τη μοναξιά και την αξιοπρέπεια. Για την υπόγεια διαδρομή των ανθρώπων που συνεχίζουν να αγαπούν, να δημιουργούν και να αντιστέκονται, ακόμα κι όταν όλα γύρω τους μοιάζουν σιωπηλά ή εχθρικά.
«Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί» — μια φράση που έγινε μοιραία προφητεία, για κάθε άνθρωπο που τόλμησε να πάει κόντρα στο ρεύμα.
Ο Σαββόπουλος δεν έγραψε ποτέ τραγούδια «για να αρέσουν». Έγραψε για να πει. Για να πονέσει, να σαρκάσει, να ψάξει τον ήχο μιας χώρας που μεγάλωνε απότομα. Ήταν πολιτικός χωρίς να είναι κομματικός, λαϊκός χωρίς να είναι λαϊκιστής. Και ίσως γι’ αυτό, ακόμη και μετά τον θάνατό του, το όνομά του συνεχίζει να προκαλεί πάθη.
Στα κοινωνικά δίκτυα, δίπλα στις συγκινητικές αναρτήσεις, δεν έλειψαν τα μικρόψυχα σχόλια. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις πολιτικές του θέσεις — λες και η τέχνη οφείλει να συμφωνεί με όλους για να μείνει σπουδαία. Μα δεν χρειάζεται να αγαπήσεις τον Σαββόπουλο για να καταλάβεις πως υπήρξε μεγάλος. Αρκεί να τον ακούσεις.
Γιατί εκεί, στα υπόγεια όπου οι «φωνές ηλεκτρικές» αντηχούν ακόμα, μια γενιά συνεχίζει να ψιθυρίζει τους στίχους του σαν προσευχή. Κι εκείνος, με το μισό του χαμόγελο και τη φωτιά στα ρούχα, της λέει: σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα.