Θυμάμαι ένα περαστικό που αφηγήθηκε ο Κ. Βαρώτσος για τον «Δρομέα» του. Ήταν ο γλύπτης σε ένα ταξί και, περνώντας μπροστά από το έργο, γυρίζει ο ταξιτζής και λέει «Τι βλακεία είν’ αυτή» ή κάτι παρόμοιο.
«Γιατί δεν σου αρέσει, τι έχει;»
«Τι να μου αρέσει, κύριε. Είναι σαν να πήραν φόρα τα μπάζα και φεύγουν».
Ο καλλιτέχνης ευχαριστήθηκε, γιατί ο ερασιτέχνης τεχνοκριτικός είχε πιάσει το νόημα. «Διότι κι εμείς τι είμαστε; Μπάζα ιστορίας, θραύσματα ιστορίας, που πρέπει να τρέξουμε μπροστά».
Μπροστά στον Προμηθέα του άγνωστου μικρομεσαίου με χιτώνα, πυρσό και ένα αχιβαδόσχημο φτερό/ταμπλό (;) που έχει την «εστίαση» στην κορυφή κι ακολουθούν «καφέ μπαρ» και «κυλικεία» κι άλλα πολλά πεδία δεν ξέρεις τι να κάνεις. Τα χάνεις.
«Το άγαλμα δεν είναι απλώς ένα έργο τέχνης, αλλά ένα διαχρονικό μήνυμα για τη συμβολή των μικρομεσαίων στην ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, το άγαλμα του Προμηθέα στο Πεδίον του Άρεως έρχεται να υπενθυμίσει τον αγώνα και την αντοχή εκείνων που, μέσα από τη δημιουργία, στηρίζουν καθημερινά την ελληνική οικονομία».
Τούτος ο Προμηθέας εισέρχεται στην καθημερινή ζωή και διεκδικεί ένα κομμάτι από τον κοινό χώρο. Η δημόσια τέχνη είναι σαν σημάδια μνήμης. Αυτό το άγαλμα έρχεται να δημιουργήσει μνήμη και γίνεται αντικείμενο ειρωνείας. Όχι μόνο στο φασαριόζικο διαδικτυακό χωριό.
Πήρε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών την πρωτοβουλία για τη δημιουργία και τοποθέτηση του γλυπτού. Και τι μ’ αυτό; Ο δημόσιος χώρος παλεύει με το «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι»;
Ένας Σύλλογος, μια ομάδα πολιτών, ένα ΝΠΔΔ, όπως στην περίπτωσή μας, αποφασίζει και για τον εαυτό του ορίζει το πλουμίδι σε έναν αστικό χώρο. Με τη βοήθεια του δήμου και των άλλων αρμοδίων. Ο θεατράλε συμβολισμός είναι μείον.
Αλλά, για να πούμε του στραβού του δίκιο, ο σουρεαλισμός στην Ελλάδα κάνει ταμείο.