Skip to main content

Μαύρα σύννεφα πάνω από την ελληνική γεωργία

Όλα δείχνουν ότι διαμορφώνεται ένα καινούργιο τοπίο στην πρωτογενή παραγωγή και την αγροδιατροφή, που ενισχύει την ανασφάλεια και πλήττει την αυτοπεποίθηση των αγροτών

* Χαράλαμπος Κασίμης, ομότιμος καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αποκάλυψε μόνο πόσο ισχυρό είναι ακόμα το παλαιοκομματικό πελατειακό κράτος, πόσο διευρυμένη είναι η διαφθορά και η διαπλοκή αυτού του συστήματος εξουσίας, αποκάλυψε επίσης περισσότερες πλευρές  της ανικανότητας και της αναποτελεσματικότητας στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής.

Ακολούθησε έναν προβληματικό σχεδιασμό του Στρατηγικού Σχεδίου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που στερείτο πολιτικής καθοδήγησης, στρατηγικών προτεραιοτήτων, σοβαρού πλαισίου εφαρμογής και ελέγχων.

Εφάρμοσε, με σκανδαλώδη και αδιαφανή τρόπο, μέτρα πολιτικής όπως τα οικολογικά σχήματα, η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, χωρίς ένα σχέδιο διοικητικής διακυβέρνησης και με τους  αγρότες ανενημέρωτους.

Προς μία μη αναστρέψιμη πορεία

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ όμως είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όλα δείχνουν ότι οι αγρότες, και μαζί με αυτούς και άλλοι φορείς του αγροδιατροφικού συστήματος της χώρας σπρώχνονται στο χείλος του γκρεμού. Βρίσκονται πλέον πέρα από αυτό που έχει περιγραφεί στο παρελθόν ως κρίση βιωσιμότητας, βρίσκονται κοντά στην καταστροφή, σε μία μη αναστρέψιμη πορεία.

Αυτή η πορεία δεν περιορίζεται στους μικρομεσαίους, λιγότερο ανταγωνιστικούς παραγωγούς, αφορά πλέον και τις υγιείς αγροτικές εκμεταλλεύσεις και κλάδους που είναι άµεσα συνδεδεµένοι µε την γεωργική παραγωγή, όπως είναι οι εισροές (λιπάσματα, σπόροι, φυτοπροστασία, µηχανήματα), η παροχή  υπηρεσιών (γεωργικές συμβουλές, μελέτες), οι μεταποιητικές βιομηχανίες του αγροδιατροφικού τομέα κοκ.

Τα χτυπήματα είναι απανωτά και τα έχουμε πολλές φορές περιγράψει. Τα περασμένα πέντε χρόνια, όμως, η κατάσταση έγινε μη διαχειρίσιμη. Οι αγρότες είναι αντιμέτωποι με:

  • την εκτίναξη του κόστους παραγωγής,
  • τη διεύρυνση της ψαλίδας τιμών παραγωγού-τιμών καταναλωτή,
  • την κλιματική κρίση και τις συνέπειές της στην παραγωγή,
  • τις ζωονόσους,
  • το σοβαρό έλλειμμα ρευστότητας,
  • με τον οργανισμό πληρωμών ΟΠΕΚΕΠΕ σε επιτήρηση και το σύστημα πληρωμών και αποζημιώσεων σε κατάρρευση.

Η κυβέρνηση δεν έχει ανταποκριθεί ακόμα στις υποχρεώσεις της στους πληγέντες των φυσικών καταστροφών στην Θεσσαλία και αλλού, καθυστερεί τις πληρωμές των ενισχύσεων που πλησιάζουν τα 600 εκατ.[1] (100 εκατ. για οικολογικά σχήματα και συνδεδεμένες ενισχύσεις, 65 εκατ. για τα βιολογικά προϊόντα των προηγούμενων ετών αλλά και 210 εκατ. από τις επιδοτήσεις για τα βιολογικά αυτής της χρονιάς[2], 178 εκατ. για τις φυσικές καταστροφές -Μέτρο 23-, 20 εκατ. για τις σπάνιες φυλές ζώων και 25 εκατ. για το αγροτοπεριβαλλοντικό μέτρο «Κομφούζιο»), και αδυνατεί να εφαρμόσει αποτελεσματικά μέτρα για να αντιμετωπίσει την ευλογιά των αιγοπροβάτων που έχει οδηγήσει στην θανάτωση περισσότερα από 300.000 ζώα.

Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες διαβεβαίωναν τον αγροτικό κόσμο ότι οι πληρωμές καταβάλλονται από εβδομάδα σε εβδομάδα, τώρα αναγκάζονται να δηλώσουν ότι «καταβάλλονται όλες οι αναγκαίες προσπάθειες», χωρίς να δεσμεύονται σε χρονοδιάγραμμα, ομολογώντας την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητά τους.

Εκτός των παραπάνω καθυστερήσεων, η προβλεπόμενη πληρωμή της προκαταβολής των ενισχύσεων του 2025 στα μέσα Οκτωβρίου μετατίθεται και αυτή για αργότερα, κι αυτή σε απροσδιόριστο χρόνο. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια και βρίσκεται υπό την αίρεση της έγκρισης του Σχεδίου Δράσης που προέκυψε με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και οδήγησε τον οργανισμό σε επιτήρηση και στη σύνταξη ενός Σχεδίου Δράσης, το οποίο θα ρύθμιζε τη λειτουργία του οργανισμού και το σύστημα πληρωμών των αγροτικών ενισχύσεων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όμως δεν αποδέχθηκε το υποβληθέν Σχέδιο Δράσης που υπέβαλε η κυβέρνηση στις 2 Ιουνίου 2025 και απαιτεί μια σειρά σοβαρές αλλαγές, που αμφισβητείται αν μπορούν να ολοκληρωθούν επιτυχώς μέχρι την παράταση της 4ης Νοέμβρη που εξασφάλισε η κυβέρνηση.

Οι κίνδυνοι αυξάνονται.  Σε έγγραφό της η Επιτροπή αναφέρει ότι, «σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2116/2021, εάν ένα κράτος-μέλος δεν υποβάλει σχέδιο δράσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η Επιτροπή ενδέχεται να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για την αναστολή των μηνιαίων πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 ή των ενδιάμεσων πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 32 του ίδιου κανονισμού» [3].

Με άλλα λόγια, αν, μετά τις διορθώσεις, το Σχέδιο Δράσης της χώρας δεν γίνει αποδεκτό, η Επιτροπή ενδέχεται να οδηγηθεί στην αναστολή των πληρωμών των ενισχύσεων. Αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα για τον αγροτικό κόσμο, που θα τον οδηγήσει στην χρεoκοπία και σε μαζική έξοδο από την γεωργία και τις αγροτικές περιοχές και θα ανοίξει φαρδιά-πλατιά τον δρόμο στην επιχειρηματική γεωργία και τα funds.

Μια κρίση που επιδεινώνεται

Τα περασμένα 15 χρόνια, παρακολουθούμε μία οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική υπονόμευση της βιωσιμότητας της αγροτικής εκμετάλλευσης στην ελληνική γεωργία. Έχουμε -συγκριτικά με την Ευρώπη- μια αρνητική πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας και του εδάφους, εκτίναξη του κόστους παραγωγής, μείωση του μέσου καθαρού εισοδήματος που συνοδεύεται από μία δημογραφική κρίση στον πληθυσμό της υπαίθρου, ερημοποίηση των ορεινών μειονεκτικών περιοχών, συρρίκνωση του αριθμού των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων και ενίσχυση της ανισοκατανομής των ενισχύσεων[4],[5].

Αργά αλλά σταθερά, κινούμασταν ήδη προς μία διπολική γεωργία, την οποία οι πρόσφατες εξελίξεις αναμένεται να επιταχύνουν. Οι μικροί και μεσαίοι αγρότες γίνονται μικρότεροι, ένα καινούργιο επιχειρηματικό στρώμα μεσαίων και μεγάλων αγροτών συγκροτεί πλέον την «πάνω κλίμακα» στην πυραμίδα του αγροτικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται η είσοδος ενός εξωαγροτικού κεφαλαίου στην πρωτογενή παραγωγή και στην αγροδιατροφή, δηλαδή κεφάλαιο το οποίο έχει δραστηριοποιηθεί στη βιομηχανία και στον τουρισμό, που επενδύει επιπρόσθετα στην γεωργία και στη βιομηχανία τροφίμων. Στην μεταποίηση και την βιομηχανία τροφίμων επενδύουν και διάφορα funds, τα οποία ήδη εκδηλώνουν ενδιαφέρον και για τις επενδύσεις στην γη και την πρωτογενή παραγωγή.

Με δυο λόγια, όλα δείχνουν ότι διαμορφώνεται ένα καινούργιο τοπίο στην πρωτογενή παραγωγή και την αγροδιατροφή, που ενισχύει την ανασφάλεια και πλήττει την αυτοπεποίθηση των αγροτών απειλώντας πλέον την βιωσιμότητα αυτής που γνωρίσαμε ως οικογενειακή παραγωγή. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν με τον πιο τραγικό τρόπο αυτές τις εκτιμήσεις.

Αναξιόπιστοι και αδύναμοι μπροστά στις νέες προκλήσεις

Η αξιοπιστία της κυβέρνησης και η διαπραγματευτική της επάρκεια  για την επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας έχουν καταρρεύσει.

Στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον της προγραμματικής περιόδου 2028-2034[6],[7],[8] ο κοινοτικός προϋπολογισμός της ΚΑΠ μειώνεται στα 295,7 δισ. (από τα 386,6 δισ. αυτής της προγραμματικής περιόδου) και μια νέα αρχιτεκτονική της αγροτικής πολιτικής προτείνεται, που διατηρεί μεν τον πρώτο πυλώνα των άμεσων ενισχύσεων, καταργεί όμως την αυτοδυναμία του δεύτερου πυλώνα της αγροτικής ανάπτυξης των 95,5 δισ., ενσωματώνοντάς τον στα Εθνικά και Περιφερειακά Σχέδια Εταιρικών Σχέσεων, με προϋπολογισμό 453 δισ. ευρώ (που συμπεριλαμβάνουν την συνοχή, την αλιεία, την κοινωνική πολιτική και την αγροτική ανάπτυξη, σε ένα ταμείο χωρίς διακριτό προϋπολογισμό). Διαπιστώνεται, λοιπόν, μία σημαντική μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ και μια νέα συνθήκη για την αγροτική ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα της ΚΑΠ.

Σε αυτό το περιβάλλον το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ καθιστά τη μελλοντική διαπραγμάτευση για τον Προϋπολογισμό της ΚΑΠ για την χώρα μας εξαιρετικά δύσκολη. Τα σενάρια και οι εκτιμήσεις δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι πόροι που θα είναι διαθέσιμοι για την Ελλάδα θα είναι σημαντικά λιγότεροι. Η κατάχρηση κοινοτικών πόρων, τα πρόστιμα και οι υψηλές δημοσιονομικές διορθώσεις, διαμορφώνουν εικόνα αναξιόπιστης χώρας, ανεπαρκούς διοίκησης και αδιαφανούς πολιτικής ηγεσίας για την εφαρμογή της ΚΑΠ.

Αναπόφευκτα, το περιβάλλον αυτό θα ενισχύσει τις πιέσεις που έχουν ήδη εκφραστεί από αρκετά νέα κράτη-μέλη για την πλήρη εξομοίωση (πλήρη εξωτερική σύγκλιση) των ανά εκτάριο ενισχύσεων. Eπισημαίνεται ότι η χώρα μας εμφανίζει υπερδιπλάσια ανά εκτάριο ενίσχυση από αυτή της ΕΕ και απειλείται με μείωση επιπλέον πόρων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις αποτελούν σημαντικό μέρος του γεωργικού  εισοδήματος για τον Έλληνα αγρότη (κοντά στο 50% του), η αναμενόμενη μείωση των πόρων της ΚΑΠ, σε συνδυασμό με την εκτίναξη του κόστους παραγωγής και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή, οδηγούν αναπόφευκτα σε αδιέξοδο τους παραγωγούς.

Τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι δύσκολα χρόνια για την ευρωπαϊκή γεωργία και –πολύ περισσότερο– για την ελληνική με τις διαχρονικές αδυναμίες και παθογένειές της. Οι διαπραγματεύσεις για τον Προϋπολογισμό, την αρχιτεκτονική της αγροτικής πολιτικής και τη χρηματοδότησή της, θα κορυφωθούν τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα διαμορφώνεται η νέα πρόταση για την ΚΑΠ μετά το 2027. Η χώρα μας θα βρίσκεται σε μία ιδιαίτερα μειονεκτική θέση διαπραγμάτευσης και ο αγροτικός κόσμος απροστάτευτος. Η κυβέρνηση έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή κρίση, που υπονομεύει την βιωσιμότητα του αγροδιατροφικού μας τομέα, οδηγεί στην εγκατάλειψη, και απειλεί την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας.

Μόνο μια εθνική κινητοποίηση δυνάμεων και μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση στρατηγικής, θεσμών και δομών της αγροτικής πολιτικής, μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα και να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον για το αγροδιατροφικό μας σύστημα.

[1] https://www.kathimerini.gr/society/563848345/thymata-toy-skandaloy-opekepe-oi-entimoi-agrotes-chanoyn-tin-epidotisi-gia-ta-viologika/

[2] Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ανακοινώθηκε ότι το πρόγραμμα βιολογικών (φυτική, ζωική, μελισσοκομία) του 2024 διακόπτεται ενώ αναμένεται να ακυρωθεί και η προκήρυξη του 2025 καθώς οι έλεγχοι δείχνουν ότι «το συντριπτικό ποσοστό των αιτούντων που έχει ενταχθεί, πρέπει να απενταχθεί» σύμφωνα με τον υπουργό ΥΠΑΑΤ.

Η απόφαση αυτή όμως αδικεί και όλους τους σύννομους βιοκαλλιεργητές και βιοκτηνοτρόφους που χάνουν την επιδότηση του 2024 που σημαίνει πως όλες οι δαπάνες πιστοποίησης, η μείωση στην παραγωγή που είχαν και τα ακριβά σκευάσματα δεν θα πληρωθούν για το 2024 και ίσως ούτε και για το 2025.

[3] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, Ares (2025) 6332310-04/08/2025

[4] Διανέοσις, Ο αγροτικός Τομέας στην Ελλάδα, 2024.

[5] Greenpeace, Βιομηχανοποίηση ή Κλείσιμο, 2024.

[6] https://commission.europa.eu/strategy-and-policy/eu-budget/long-term-eu-budget/eu-budget-2028-2034_en?etransnolive=1&prefLang=el&etrans=el

[7] https://www.agrotikianaptixi.gr/wp-content/uploads/2025/04/Anakoinosi-EE-Poreia-pros-to-proseches-Polyetes-Dimosionomiko-Plaisio.pdf

[8] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:52025DC0075