Οι μεγαλύτερες, ισχυρότερες, σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης είναι χωρίς αμφιβολία η Γαλλία και η Γερμανία. Αυτό προκύπτει όχι μόνο ιστορικά από την κοινή διαδρομή των δύο χωρών στο κέντρο της Ηπείρου μας, πότε ως θανάσιμοι εχθροί και πότε ως εγκάρδιοι φίλοι, αλλά και από τα συγκριτικά στοιχεία που αποτυπώνονται στις ευρωπαϊκές στατιστικές.
Οι δύο χώρες μαζί καλύπτουν άλλωστε το 43% του συνολικού ΑΕΠ όπως και του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντα με στόχο την κυριαρχία στη μεγάλη ήπειρο, ενίοτε με την καταστροφική χρήση των όπλων παλαιότερα και τελικά μετά το μεγάλο πόλεμο, με τη στενή συνεργασία που συνεχίζεται και στις μέρες μας. Από την αποτελεσματικότητα αυτής της συνεργασίας μάλιστα, εξαρτάται και η σημερινή παρουσία της Ευρώπης στο παγκόσμιο πολιτικό, οικονομικό και γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Η επίδραση των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της γαλλογερμανικής φιλίας είναι καταλυτική, παρότι οι χώρες-μέλη συμμετέχουν ισότιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου όμως ως γνωστόν, όλες είναι ίσες αλλά μερικές είναι ισότερες, για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση του George Orwell αναφερόμενου στο βασίλειο των ζώων.
Κοινή πορεία, αλλά με διαφορετικά αποτελέσματα
Οι δύο χώρες μέχρι πρότινος διέγραφαν παράλληλη πορεία με κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και αρκετές διαφοροποιήσεις. Οι τελευταίες εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια των αλλεπάλληλων κρίσεων, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν αμφότερες σημάδια παρακμής, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Στις ομοιότητες και διαφορές στην οικονομία των δύο χωρών, το χάσμα βαθαίνει αντί να περιορίζεται. Είναι αλήθεια, ότι η γαλλική οικονομία έχει να επιδείξει μια ανθεκτικότερη συμπεριφορά σε πολλούς τομείς, τόσο την περίοδο της απειλής του Covid-19, όπως και στην ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Η απόφαση να διατηρήσει τις μεγάλες μονάδες παραγωγής ατομικής ενέργειας σε αντίθεση με τη Γερμανία που σχεδόν τις εγκατέλειψε στο σύνολό τους και στηρίχθηκε στα πρόσκαιρα οφέλη με την εισαγωγή φτηνού ρωσικού φυσικού αερίου, έδωσε στη Γαλλία ένα σημαντικό προβάδισμα σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητα του συνόλου της οικονομίας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε, κυρίως με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και τη μεταφορά της έδρας πολλών δραστηριοτήτων στη χώρα μετά το Brexit, ένα φιλοεπιχειρηματικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να καταγράφει διπλάσιο καθαρό μέγεθος άμεσων ξένων επενδύσεων από εκείνων που επέλεξαν την εγκατάσταση στη μεγαλύτερη χώρα και οικονομία της Ευρώπης που είναι η Γερμανία.
Σχετική βελτίωση της παραγωγικότητάς τους βλέπουν και οι δύο χώρες μέσω της προώθησης της ψηφιακής μετάβασης. Η Γερμανία ως παραδοσιακή βιομηχανική χώρα έχει αναπτύξει πρωτοβουλίες όπως η «Βιομηχανία 4.0», με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει ένα προβάδισμα κυρίως στη μεταποίηση με προγράμματα αυτοματισμού και δικτύωσης. Αυτές αφορούν στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στο Internet of Things καθώς και στα Big Data. Οι γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στο 50% του συνόλου, θέτουν ως άμεση προτεραιότητα την ψηφιακή τους μετάβαση, παρά την ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής να φροντίσει για τη δημιουργία επαρκών ψηφιακών υποδομών, κάτι που αποτελεί εμπόδιο στην υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων (Πρόσφατη μελέτη του Center of Digital Competitiveness).
Από την άλλη, η Γαλλία με κρατική χρηματοδοτική υποστήριξη πρωτοποριακών προγραμμάτων όπως το “Alliance Industrie de Future” και το “La Mission French Tech”, προωθεί στοχευμένα την ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων καθώς και την ανάπτυξη των Sturt-Ups, που δραστηριοποιούνται στο μέτωπο των νέων τεχνολογιών. Τα αποτελέσματα μάλιστα είναι αρκετά ικανοποιητικά, αφού σε πρόσφατες μετρήσεις το ποσοστό των επιχειρήσεων που εμφανίζεται να χρησιμοποιεί εφαρμογές τεχνητής Νοημοσύνης για την ψηφιακή τους μετάβαση ανέρχεται στο 80%, πολύ μεγαλύτερο εκείνου της Γερμανίας (50%). Και οι δύο χώρες όμως, παρά την πρόοδο, βρίσκονται πολύ πίσω από τις πρωτοπόρες, κυρίως σκανδιναβικές, κάτι που παραπέμπει στην ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων σε ψηφιακά και ρομποτικά προγράμματα. Στόχος η βελτίωση της δικτύωσης, η ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων, η μείωση του κόστους παραγωγής και εν τέλει η αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο νέο διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον με μεγάλες απαιτήσεις.
Στην προσπάθειά τους αυτή, αμφότερες ασκούν προστατευτικές εθνικές πολιτικές, από τη μια ενισχύοντας τις εγχώριες επιχειρήσεις με σημαντικές επιδοτήσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους και από την άλλη διαθέτουν πόρους αλλά και φοροελαφρύνσεις, για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Γι’ αυτή τους την πολιτική δέχονται σφοδρές επικρίσεις, αφού με τις ενισχύσεις που προσφέρουν στις επιχειρήσεις τους δημιουργούν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους, που βρίσκονται σε ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες, κάτι που υποσκάπτει τις βασικές αρχές της Ενιαίας Αγοράς.
Μπροστά στα σημερινά αδιέξοδα
Η αδυναμία επαρκούς προσαρμογής στις νέες γεωστρατηγικές, τεχνολογικές και πολιτικές συνθήκες, οδήγησε και τις δύο χώρες σε προβλήματα, τα οποία αποτυπώνονται στη μεν Γερμανία με μια παρατεταμένη στασιμότητα στις επιδόσεις του εθνικού της προϊόντος, αφού για τρίτη χρονιά φέτος κινείται με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ στη Γαλλία καταγράφεται μία κόπωση, όπου το δυναμικό ξεκίνημα της πρώτης θητείας Μακρόν, έχει δώσει τη θέση του σε μια ισχνή ανάπτυξη κάτω της μονάδας για το 2024 και 2025 με σταθερή προοπτική και για το 2026.
Η Γερμανία σε στασιμότητα διαρκείας
Στη Γερμανία το κλίμα για την πορεία της οικονομίας δεν είναι καθόλου αισιόδοξο. Κανένα ινστιτούτο μακροοικονομικής πολιτικής δεν αναμένει για το επόμενο διάστημα μια άξια λόγου ανάκαμψη. Η κοινή διάγνωση δείχνει, ότι η οικονομία έχει βαλτώσει και παρά τις προσπάθειες της απελθούσας αλλά και της σημερινής κυβέρνησης με χρηματοδοτικές ενέσεις επεκτατικής συγκυριακής πολιτικής, να ενισχύσουν τις δημόσιες επενδύσεις με πολύ σημαντικά ποσά, οι εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα υπολείπονται των πολιτικών διακηρύξεων.
Η προώθηση των καθυστερημένων επενδύσεων εκσυγχρονισμού των υποδομών με τεράστια ποσά από τα ειδικά ταμεία (περί τα 500 δις Ευρώ) καθώς και για την ενίσχυση της άμυνας (άλλα 100 δις Ευρώ), φαίνεται ότι δεν είναι ικανή, αν δεν συνδέονται και με άλλα συνοδευτικά μέτρα, τα οποία να καθιστούν τη Γερμανία ελκυστικό τόπο εγκατάστασης και επιχειρηματικής δραστηριοποίησης. Ακόμη και αν διατεθούν τελικά τα ποσά για τη χρηματοδότηση των υποδομών, κάτι που αμφισβητείται εσχάτως από την αντιπολίτευση της χώρας ότι θα συμβεί, εκτιμάται ότι δεν είναι ικανά για να σταματήσει η εκροή επενδύσεων και επιχειρήσεων στο εξωτερικό και να ενισχυθούν οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη χώρα, οι οποίες τα τελευταία τρία χρόνια συρρικνώνονται συνεχώς.
Οι δημόσιες επενδύσεις είναι αναγκαίες για να δημιουργήσουν ποιοτικές εξωτερικές οικονομίες, οι οποίες θα κινητοποιήσουν τις ιδιωτικές εταιρείες να αναλάβουν το μεγάλο έργο της προσαρμογής του γερμανικού υποδείγματος παραγωγής στις νέες συνθήκες. Με άλλα λόγια, επειδή το πρόβλημα φαίνεται ότι είναι διαρθρωτικό και όχι συγκυριακό, πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες να διευκολύνουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να παράγουν στη χώρα. Άλλωστε, η φυγή πολλών επιχειρήσεων προς την Κίνα αλλά και τις ΗΠΑ είναι ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια και πριν από την εμφάνιση της προστατευτικής πολιτικής του κ. Trump, για οικονομικούς κυρίως λόγους. Οι βασικότεροι από αυτούς, όπως αναφέρονται σε συνεχείς παρεμβάσεις των εργοδοτικών φορέων, είναι: Το υψηλό κόστος ενέργειας σε σχέση με εκείνο που πληρώνουν οι ανταγωνιστές τους σε Κίνα και ΗΠΑ, το συνολικό εργατικό κόστος καθώς και η άσκοπη διοικητική γραφειοκρατία. Τα εμπόδια αυτά καθιστούν ασύμφορες τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, από τις οποίες εξαρτάται η μελλοντική πορεία της οικονομίας της χώρας. Προς το παρόν για το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφεται μείωση κατά 2,5%, ενώ οι εξαγωγές που αποτελούν τον ισχυρότερο συντελεστή για τη βελτίωση του ΑΕΠ, μειώθηκαν επίσης κατά 0,5%.
Η Γαλλία μεταξύ καχεξίας και χρεοκοπίας
Η Γαλλία ακολούθησε μετά το 2007 μια διαφορετική οικονομική πολιτική από εκείνη της Γερμανίας. Κυρίως, σε ότι αφορά την εξέλιξη των κρατικών δαπανών και τα ελλείμματα που συνεπάγονταν. Η Γερμανία ακολουθώντας μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, μείωσε το δημόσιο χρέος της σε σχέση με το ΑΕΠ από 80% κοντά στην περιοχή του 60% της συνθήκης του Maastricht. Δυστυχώς όμως η θετική αυτή εξέλιξη είχε και το αρνητικό της αποτέλεσμα στην απουσία επενδύσεων ανανέωσης των κρατικών υποδομών, κάτι που στοίχισε στη χώρα την απώλεια παραδοσιακών πλεονεκτημάτων στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αντίθετα η Γαλλία αύξησε υπέρμετρα τις δημόσιες δαπάνες, βελτίωσε μεν την ανταγωνιστικότητά της κυρίως στον τεχνολογικό και ενεργειακό τομέα, προχώρησε όμως και σε διόγκωση των κοινωνικών δαπανών, (συντάξεις, μισθοί και επιδόματα), πέραν της διευρυμένης πράγματι παραγωγικότητας της οικονομίας. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα συντηρήθηκαν για χρόνια σε υψηλά επίπεδα και το δημόσιο χρέος κατέστη διπλάσιο σε σχέση με τις πρόνοιες της Συνθήκης του Maastricht αγγίζοντας το 114% του ΑΕΠ, με την προοπτική ότι ως το 2030 κατά το ΔΝΤ να αγγίξει το 128%. Αυτό θα δημιουργήσει στη χώρα εκτός από τα προβλήματα εξυπηρέτησης, μετά και από μια περαιτέρω πιθανή υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, και την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, στη μείωση των προοπτικών ανάπτυξης, λόγω αύξησης του κόστους χρήματος, ενδεχομένως μάλιστα και στη διεύρυνση της ανεργίας.
Η χώρα βρίσκεται εδώ και τρία χρόνια σε καθεστώς παρακολούθησης του υπερβολικού ελλείμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο καλείται να μειώσει. Στόχος, τόσο της κυβέρνησης που απέτυχε, όσο και της επόμενης του Sebastien Lecornu ήταν να προβεί σε περικοπές 44 δισ ευρώ και να μειώσει το έλλειμμα από 5,8% στο 4,6%. Όμως, οι περικοπές κοινωνικών δαπανών, σε ένα περιβάλλον διαρκούς διεύρυνσης της εισοδηματικής ανισότητας, αποτελεί ούτως ή άλλως μια δύσκολή προς επίλυση εξίσωση. Μάλιστα, όταν αυτό γίνεται και με άκομψο τρόπο, δηλαδή μονομερώς, χωρίς έστω συμβολικά να καλούνται και οι έχοντες και κατέχοντες να συμβάλλουν στην αναγκαστική επίλυση ενός εθνικού προβλήματος.
Μόνη διέξοδος προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να βρίσκεται, μετά τις σταδιακές φοροαπαλλαγές πλούτου και εισοδημάτων των τελευταίων ετών, στην αποδοχή του σχεδίου του καθηγητού Gabriel Zucman, ο οποίος για λόγους «φορολογικής δικαιοσύνης», προτείνει την επιβολή φόρου 2% το χρόνο σε όσους διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία άνω των 100 εκατ. ευρώ. Υπέρ του συγκεκριμένου σχεδίου φορολόγησης του μεγάλου πλούτου τάχθηκαν ήδη επτά κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας καθώς και το 87% του γαλλικού λαού σε σχετική δημοσκόπηση. Από την άλλη, οι όποιοι σκεπτικιστές, εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, προβάλλουν, λόγω της αύξησης των φόρων, τον κίνδυνο απώλειας επενδύσεων, ξεχνώντας ή έστω αδιαφορώντας, ότι για την λήψη απόφασης διενέργειας επενδύσεων εκτός από τους φορολογικούς συντελεστές, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η επικράτηση κοινωνικής ειρήνης.
*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς