Skip to main content

Συνέπεια λόγων και έργων

Η επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη σε ποσοστό του ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 1,49% και σε απόλυτο νούμερο, στα 3,3 δισ. ευρώ

Σήμερα το πρωί άκουσα από έναν παραγωγό εκπομπής σε ειδησεογραφικό ραδιοφωνικό σταθμό να διαβάζει την επιστολή διαμαρτυρίας ενός επισκέπτη καθηγητή και επισκέπτη ερευνητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το περιεχόμενο αφορούσε το γεγονός ότι πείστηκε από τις υποσχέσεις της Κυβέρνησης να επιστρέψει από τις ΗΠΑ και να αναλάβει έργο για την Πατρίδα.

Γρήγορα διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Το «ταμείο» ήταν άδειο και αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο για το ερευνητικό έργο. Η συνέχεια ακόμα πιο ζοφερή με συνέπεια ο καθηγητής να είναι σε απόγνωση, γιατί είχε αφήσει την θέση του στο Πανεπιστήμιο απ’ όπου ήρθε.

Ως ένας απλός ακροατής και πολίτης αυτής της χώρας είχα δύο απορίες:

Πρώτη: γιατί πρέπει ο Καθηγητής ή ο οποιοσδήποτε πολίτης αναγκάζεται να καταφύγει στα Μέσα ώστε να ακουστεί το πρόβλημά του και μετά ίσως επιληφθεί ο «αρμόδιος»? Γιατί να μην υπάρχει ένα app, τόσα έχουν γίνει, ας δημιουργηθεί ακόμα ένα για σοβαρά θέματα πολιτών που να το παρακολουθεί ο … «επιτελάρχης» και να επεμβαίνει άμεσα.

Δεύτερη: τελικά ένα βασικό εργαλείο ανάπτυξης εταιρειών αλλά και κρατών, αυτό της Έρευνας και Ανάπτυξης πώς αξιοποιείται στην Ελλάδα; Αναγκάστηκα να ψάξω, καταρχήν στο site της Ναυτεμπορικής και να διαπιστώσω, λυπάμαι που θα το ομολογήσω, για πρώτη φορά ότι σε ποσοστό του ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 1,49% και σε απόλυτο νούμερο, στα 3,3 δισ. ευρώ. Ποσό που αντιστοιχεί στην κεφαλαιοποίηση τριών εισηγμένων εταιρειών στο Χ.Α.Α.

Η επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) δεν αποτελεί απλώς δείκτη τεχνολογικής προόδου· είναι στρατηγικό εργαλείο οικονομικής ισχύος, καινοτομίας και επιχειρηματικής ανθεκτικότητας. Πρόκειται για έναν από τους πλέον σημαντικούς δείκτες των στατιστικών Ε&Α, για την παρακολούθηση της αναπτυξιακής δυναμικής των χωρών διεθνώς, όπως επισημαίνει η Λέττα Καλαμαρά στο άρθρο της (4/4/24). Σε μια εποχή που η γνώση και η καινοτομία καθορίζουν την πορεία των οικονομιών, ο δείκτης R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι κάτι παραπάνω από στατιστικό μέγεθος: είναι αντανάκλαση της ικανότητας μιας χώρας να ανταγωνιστεί διεθνώς.

Η Ελλάδα, βέβαια από το 0,67% το 2011 ανέβασε το ποσοστό σε 1,49% το 2023. Πρόκειται για κάτι παραπάνω από διπλασιασμό μέσα σε μία δεκαετία, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας ανάμεσα σε εκείνες με τη μεγαλύτερη σχετική βελτίωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο αρκεί;

Η σύγκριση με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι αποκαλυπτική. Ο μέσος όρος των δαπανών R&D στην Ε.Ε. διαμορφώθηκε το 2023 στο 2,22% του ΑΕΠ, ενώ χώρες όπως η Σουηδία (3,57%), το Βέλγιο (3,32%) και η Γερμανία (3,11%) έχουν δημιουργήσει οικοσυστήματα καινοτομίας με βαθιές ρίζες και ισχυρή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.

Η Ελλάδα, ναι μεν μπορεί να έχει ξεκολλήσει από την ουρά της βαθμολογίας ωστόσο εξακολουθεί να κινείται περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι απλώς να συνεχιστεί η ανοδική πορεία με σταθερούς ρυθμούς, αλλά να επιταχυνθεί και να μετατραπεί σε ποιοτική αναβάθμιση του τρόπου με τον οποίο η χώρα επενδύει σε έρευνα.

Ο ρόλος των επιχειρήσεων

Στην εξίσωση βέβαια μπαίνει και ο ιδιωτικός τομέας. Ένα άλλο ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα, αξιοποιεί πλήρως την ερευνητική της παραγωγή για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων αγορών. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε R&D όχι μόνο βελτιώνουν την παραγωγικότητά τους και διαφοροποιούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, αλλά και αυξάνουν την ανθεκτικότητά τους απέναντι στις μεταβολές της διεθνούς αγοράς.

Ειδικός δεν είμαι αλλά φαντάζομαι ότι επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα, στη διασύνδεση πανεπιστημίων και επιχειρήσεων και στη δημιουργία οικοσυστημάτων καινοτομίας γύρω από στρατηγικούς τομείς όπως η πράσινη τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη κλπ

Quo vadis για το 2030

Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο η Ελλάδα να φτάσει το 1,8% του ΑΕΠ στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) μέχρι το 2030. Ο στόχος αυτός αποτελεί μέρος της «Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη 2030», με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας στην οικονομία.

Παράλληλα, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, των φορολογικών κινήτρων και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα καθορίσει την επιτυχία ή την αποτυχία της προσπάθειας.

Η Ελλάδα έχει ταλέντο και επιστημονικό δυναμικό ικανότατο. Συνέπεια λόγων και έργων μάλλον δεν έχει ώστε να είναι ελκυστική και ανταγωνιστική.