Η πληροφορία ότι ο πρωθυπουργός ζήτησε τηλεφωνικά από τον πρόεδρο της Βουλής να συγκαλέσει ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας προκειμένου να ενημερώσει την εθνική αντιπροσωπεία για τις εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα, δίνει έναν τόνο δραματικότητας στα όσα έλαβαν χώρα το πενθήμερο στη Νέα Υόρκη. Εφόσον γίνει θα φανεί και η γραμμή του Μεγάρου Μαξίμου και αν υπάρχει διαφοροποίηση από τη μέχρι σήμερα πορεία.
Κάθε χρόνο γίνεται η Συνέλευση του ΟΗΕ και κάθε χρόνο πηγαίνει ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ακόμη και η ακύρωση του ραντεβού με τον Ερντογάν δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία εάν το προηγούμενο διάστημα δεν είχε επενδύσει σε αυτό το Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου να υποστηρίξει την πολιτική των “ήρεμων νερών” για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Το ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν πήρε ούτε το photo opportunity από τον Ντόναλντ Τραμπ την ώρα που ο Ερντογάν έγινε δεκτός για 2,5 ώρες στον Λευκό Οίκο έχει την σημασία του. Υποδεικνύει τον κίνδυνο η Ελλάδα να γίνει παρακολούθημα στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας – Ισραήλ και ο αναλώσιμος σύμμαχος στη νέα ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δίχως απάντηση στον Ερντογάν
Ο Ταγίπ Ερντογάν από το βήμα του ΟΗΕ επανέλαβε την θέση του για δύο κράτη στην Κύπρο, δήλωσε ότι το ψευδοκράτος έχει ίσα δικαιώματα στη νομή των πόρων και ξεκαθάρισε ότι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα γίνεται τίποτε δίχως την έγκριση και την συμμετοχή της Τουρκίας. Κάτι που μεταφράζεται σε de facto “Φινλανδοποίηση” για την χώρα μας εάν φυσικά δεν αντιδράσει. Το ότι ο πρωθυπουργός έκανε έκκληση για άρση του casus belli προκειμένου να διατηρηθούν τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο, δεν συνιστά την δέουσα απάντηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκανε ευθεία σύνδεση με την συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, όπως δεν έκανε και σύνδεση της αλλαγής συνόρων στην Ουκρανία με το Κυπριακό. Οι διαρροές ότι τα υπαινίχθηκε και έστειλε μηνύματα είναι και πάλι για εσωτερική κατανάλωση. Κάποια πράγματα για να έχουν σημασία πρέπει να διακηρύσσονται.
Ο πρωθυπουργός στις τοποθετήσεις του, όπως και οι σχετικές διαρροές, έδωσαν έμφαση στην προώθηση των οικονομικών σχέσεων και στην ενεργοποίηση της Chevron στην περιοχή της Κρήτης στο πλαίσιο της ενεργειακής διπλωματίας. Είναι μία παραλλαγή της κοινοτοπίας του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού ότι τάχα το εμπόριο και η οικονομία μέσα σε ένα πλαίσιο διαλόγου μπορούν να αντικαταστήσουν τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση μοιάζει να εναποθέτει την τήρηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στα οικονομικά συμφέροντα της Chevron. Επικίνδυνο, όσο ισχυρή και αν είναι η εταιρεία. Πάντα συνέβαινε, αλλά στην εποχή Τραμπ με μεγαλύτερη ωμότητα, τα ισχυρά κράτη με την γεωπολιτική και στρατιωτική τους ισχύ ανοίγουν δρόμο στα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι το αντίθετο. Πόσο μάλλον όταν τα ιδιωτικά συμφέροντα δεν είναι εθνικά.
Σε ένα παράλληλο επίπεδο η κυβέρνηση συνεχίζει την κούρσα των εξοπλισμών με την Τουρκία. Μόλις την εβδομάδα που πέρασε ο Νίκος Δένδιας ζήτησε την συμφωνία των πολιτών κομμάτων για την τέταρτη φρεγάτα Μπελαρά, ενώ προανήγγειλε και την παραγγελία δύο ακόμη ιταλικών φρεγατών που θα κάνουν “πανίσχυρο” το ελληνικό ναυτικό. Φυσικά σε έναν κόσμο όπου επιστρέφει ο ρεαλισμός στις διεθνείς σχέσεις και η γυμνή ισχύς, οι εξοπλισμοί είναι απαραίτητοι. Αλλά δεν αρκούν. Η “αγορά του αιώνα”, των F-16 επί Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απαραίτητη αλλά δεν απέτρεψε την συνεχή επιδείνωση του συσχετισμού ισχύος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, που είναι πολύ πιο σύνθετο θέμα και συναρτάται με την δημογραφική δυναμική των δύο χωρών, την οικονομία σε παραγωγική βάση, την αμυντική βιομηχανία και φυσικά την συγκροτημένη στρατηγική στο γεωπολιτικό επίπεδο. Σε καμία περίπτωση οι εξοπλισμοί δεν υποκαθιστούν την έλλειψη εθνικής στρατηγικής.
Στο κομματικό παιχνίδι τα εθνικά;
Πριν από 25 χρόνια ο Παναγιώτης Κονδύλης έγραφε: «Η διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας αυξάνεται συνεχώς υπέρ της Τουρκίας και σε 20-30 χρόνια θα είναι αβάσταχτη για την ελληνική πλευρά». Σημείωνε δε, την πανθομολογούμενη και τότε, ανυπαρξία μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου και επεξεργασμένη χάρη στην σύμπραξη πολιτικών, διπλωματών, στρατιωτικών και επιστημόνων. Η διαπίστωση που ήταν βαρυσήμαντη τότε γίνεται οδυνηρή 25 χρόνια αργότερα καθώς επιβεβαιώνει ότι όλες οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ο πειρασμός της κομματικής εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων κυριάρχησαν και κυριαρχούν.
Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεδίωκε πραγματική συναίνεση για την διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής θα έπρεπε να το έχει κάνει στην αρχή της θητείας του. Και σε κάθε περίπτωση πριν βάλλει την χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ρωσία και αναγάγει σε εθνικό δόγμα “την αντιμετώπιση της υπαρξιακής απειλής για την Ευρώπη που συνιστά η Ρωσία”.
Στην αποδρομή του, όταν η κυβέρνηση είναι αποδυναμωμένη – το δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις – η κοινωνία δυσαρεστημένη από την εξαετή υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης και η χώρα συγκλονίζεται από τα σκάνδαλα των Τεμπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ, η τυχόν έκκληση στην αντιπολίτευση για συναίνεση, συνιστά απλώς κομματική εκμετάλλευση των εθνικών θεμάτων για να βγει από την δύσκολη θέση που έχει περιέλθει. Πρόκειται για το γνωστό επιχείρημα ότι η αντιπολίτευση ευθύνεται γιατί δεν θέλει συμφωνία, στο πλαίσιο του οποίου η κριτική βαπτίζεται “αντεθνική στάση”. Έτσι όμως ενοχοποιείται η διαφορετική άποψη, κάτι που είναι ακόμη πιο επικίνδυνο.