Όταν οι πολιτικοί μιλούν για φορολόγηση των πλουσίων, η ιστορία δείχνει πως καλύτερα να κρατάς μικρό καλάθι. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου οι μισές χώρες του ΟΟΣΑ επέβαλαν ετήσιο φόρο πλούτου στους πλουσιότερους κατοίκους τους. Σήμερα, στην Ευρώπη, μόνο η Ισπανία, η Νορβηγία και η Ελβετία διατηρούν φόρους επί του συνολικού καθαρού πλούτου – και συγκεντρώνουν σχετικά μικρά ποσά.
Οι πλούσιοι είναι εξ ορισμού εξαιρετικά κινητικοί και συνδέονται λιγότερο με τη χώρα καταγωγής τους. Αν νιώσουν απειλή φορολόγησης, εύκολα μεταφέρουν τις έδρες τους σε άλλες χώρες με πιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Οι φόροι εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, μαζί με τον ΦΠΑ, τείνουν να είναι οι κύριοι παράγοντες αύξησης εσόδων στις ανεπτυγμένες χώρες. Τα μέτρα αυτά, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουν τον κεφαλαιουχικό πλούτο των υπερπλούσιων, ο οποίος συχνά συγκεντρώνεται σε ακίνητα, επενδύσεις ή μετοχές σε επιχειρήσεις. Εκεί ποντάρουν αρκετές χώρες που στρώνουν κόκκινο χαλί σε ξένους επενδυτές, αναθεωρώντας τις δημοσιονομικές πολιτικές τους.
Παρά το κακό ιστορικό, Ευρωπαίοι πολιτικοί, αλλά και οικονομολόγοι επαναφέρουν στο προσκήνιο την πρόταση για φόρο πλούτου και όχι άδικα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα στατιστικά των τελευταίων ετών, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος πλούτος του πλουσιότερου 0,0001% του πληθυσμού αυξήθηκε με ρυθμό 7,1% ετησίως στο διάστημα 1987-2024, ενώ ο μέσος πλούτος του μέσου ενήλικα αυξήθηκε κατά 3,2% στο ίδιο διάστημα. Ή το στατιστικό που θέλει αυτά τα 3.000 άτομα να έχουν συνολική περιουσία 16 τρισ. δολ.
Ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει πιο δίκαιος, αλλά αυτό μάλλον δεν πρόκειται να γίνει μέσω της φορολόγησης. Τουλάχιστον, όχι όσο το χρήμα μπορεί και κινείται ελεύθερα.