Του πρέσβη Ανδρέα Παπασταύρου
Την περασμένη Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου, περατώθηκε στην Αμερικανική Γερουσία η διαδικασία επικύρωσης του διορισμού της κας Κίμπερλυ Γκίλφοϊλ ως νέας πρέσβεως των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα.
Η κα Γκίλφοϊλ γεννήθηκε στην Καλιφόρνια από ιρλανδό πατέρα και πορτορικανή μητέρα. Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη Νομική και έχει μια πλούσια και πολυποίκιλη επαγγελματική πορεία, μεταξύ άλλων ως εισαγγελέας στην Καλιφόρνια (συνέπεσε με την Κάμαλα Χάρρις) και κατόπιν ως παρουσιάστρια διαφόρων εκπομπών στο δίκτυο Φοξ. Η εμπλοκή της με την πολιτική ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αργότερα, έγινε ένθερμη οπαδός του Ντόναλντ Τραμπ, διοργανώνοντας, μεταξύ άλλων εκδηλώσεις για τη συγκέντρωση χρηματικών ποσών, για την προεκλογική εκστρατεία του.
Μεταξύ 2001 και 2005 η κα Γκίλφοϊλ ήταν σύζυγος του Γκάβιν Νιούσoμ, νυν κυβερνήτη της Καλιφόρνιας (Δημοκρατικού) και δεδηλωμένου αντιπάλου του Προέδρου Τραμπ, ο οποίος, ως γνωστός λάτρης του υπερθετικού βαθμού, έχει χρησιμοποιήσει πολύ έντονες εκφράσεις εναντίον του. Η κα Γκίλφοϊλ, μεταξύ το 2021-2024 υπήρξε και μνηστή του Ντόναλντ Τραμπ του νεωτέρου. Όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, η σχέση της με την οικογένεια Τραμπ παραμένει ισχυρή, όπως εξ άλλου αποδείχθηκε και από τον διορισμό της.
Ο διορισμός εξωυπηρεσιακών παραγόντων σε κυβερνητικά αξιώματα και σε πρεσβευτικές θέσεις ονομάζεται «σύστημα των λαφύρων» (spoils system) και είναι πολύ διαδεδομένος στις ΗΠΑ. Ξεκίνησε από τις αρχές του 19ου αιώνα και πήρε την ονομασία αυτή από τον γερουσιαστή Γουίλιαμ Μάρσυ, ο οποίος το 1832, υπερασπιζόμενος τις επιλογές του Προέδρου Άντριου Τζάκσον, είπε πως «στον νικητή ανήκουν τα λάφυρα του ηττημένου».
Πρόκειται για ένα αρκετά αμφιλεγόμενο σύστημα, ιδιαίτερα όσον αφορά σε απαιτητικές θέσεις υψηλής ευθύνης. Με αυτό ανταμείβονται οι πλούσιοι χρηματοδότες των δύο κομμάτων και άλλοι επιφανείς υποστηρικτές τους. Πλήττεται η αξιοκρατία και καταλύεται η συνέχεια, αλλά οι υποστηρικτές του συστήματος θεωρούν πως με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η αφοσίωση προς την κυβέρνηση και τον κυβερνήτη. Ενδεικτικά, πάντως, αναφέρεται ότι παλαιότερα, γυναίκες πρέσβεις των ΗΠΑ υπήρξαν στη Γαλλία η Πάμελα Χάρριμαν, σύζυγος του επιφανούς πολιτικού και πρέσβη των ΗΠΑ Άβερελ Χάρριμαν (και νωρίτερα του Ράντολφ Τσώρτσιλ, γιου του μεγάλου βρετανού πολιτικού) και στην Ιαπωνία και Αυστραλία η Καρολάιν Κέννεντυ, κόρη του Τζόν Κέννεντυ.
Αμέσως μετά από την αναγγελία του διορισμού της, η νέα πρέσβης προέβη στην πρώτη της δήλωση με τη νέα της ιδιότητα, εκφράζοντας βαθεία ευγνωμοσύνη στον Πρόεδρο Τραμπ και στη Γερουσία για την εμπιστοσύνη που της έδειξαν. Πρόσθεσε πως αποτελεί για αυτή τη μεγαλύτερη τιμή της ζωής της να υπηρετήσει ως η πρώτη γυναίκα πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα. Αναφέρθηκε στη χώρα μας ως «λίκνο της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του κράτους δικαίου», υπογραμμίζοντας ότι «πρόκειται για τα ίδια ιδανικά που αποτέλεσαν έμπνευση για τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών και συνεχίζουν να καθιστούν την Αμερική τη σπουδαιότερη χώρα στον κόσμο». Τέλος, τόνισε ότι ανυπομονεί να συνεργασθεί «με τους Έλληνες συμμάχους μας για την προώθηση της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο» και να είναι «υπερήφανη εκπρόσωπος του Προέδρου Τραμπ, σθεναρή υπερασπίστρια των αμερικανικών συμφερόντων και ακλόνητη φίλη της Ελλάδας και του ελληνικού λαού».
Οι δηλώσεις αυτές είναι αναντίρρητα πολύ θετικές για την Ελλάδα. Παλαιότερες, όμως, δηλώσεις της για τη χώρα μας και τον λαό της, μετά από το δημοψήφισμα του 2015, ήταν έντονα λαϊκίστικες, απαξιωτικές και ιδιαίτερα προσβλητικές. Τότε εργαζόταν για το δίκτυο Φοξ και είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι «σε κανέναν δεν αρέσουν οι τζαμπατζήδες (freeloaders). Δεν έχει σημασία εάν κάνεις καλό γιαούρτι….δεν με νοιάζει». Είχε, επίσης αναφέρει πως οι Έλληνες δεν εργάζονται αρκετά και θα πρέπει να τιμωρηθούν, διότι απέρριψαν το πακέτο διάσωσης της ΕΕ. Πλέον, ευχής έργον είναι να έχει αναθεωρήσει τις απόψεις της μέχρι να αναλάβει υπηρεσία στην Αθήνα, διότι «υπερηφάνεια να υπηρετεί στο λίκνο της δημοκρατίας» και «χώρα τζαμπατζήδων» είναι έννοιες ασυμβίβαστες και οδηγούν σε σοβαρές συγχύσεις. Μάλλον θα πρέπει να ασχοληθεί λίγο με το ζήτημα αυτό η νέα πρέσβης των ΗΠΑ.
Η έλευση της κας Γκίλφοϊλ στην Αθήνα αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η σχετική ειδησεογραφία είναι πλούσια. Πηγή προβληματισμού, πάντως, είναι ότι πολύ συχνά τα δημοσιεύματα αναφέρονται σε αυτήν ως «Κίμπερλυ». Τούτο είναι, μεταξύ άλλων και σεξιστικό, διότι κανείς δεν είχε αναφερθεί στον Μπερνς ως «Νίκολας», στον Πάϊατ ως «Τζέφρυ» και στον Τσούνη ως «Τζον» ή «Γιάννη». Είναι εν πάση περιπτώσει αναμφισβήτητα έκφραση προαναγγελθείσης και αμφιβόλων προθέσεων οικειότητας, με βέβαιες δυσάρεστες συνέπειες. Δεν θα αναφερθώ και σε άλλες φαιδρές και ανόητες αναφορές σε αυτήν με το πρώτο της όνομα που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, διότι είναι δηλωτικές καταστάσεων προς αποφυγή. Όσοι έχουν πραγματική οικειότητα μαζί της μπορούν να την αποκαλούν κατ’ ιδίαν όπως επιθυμούν. Δεν πρόκειται όμως για την εθνική μας φιλενάδα, αλλά για την πρέσβη της ισχυρότερης μέχρι σήμερα δύναμης παγκοσμίως. Γι’ αυτό οι αναφορές στο πρόσωπό της πρέπει είναι αντάξιες του αξιώματος και της προσωπικότητάς της. Επί πλέον, όσοι εκτιμούν ότι λόγω της σχέσης της με την οικογένεια Τραμπ θα αποκτήσουν μέσω αυτής απευθείας πρόσβαση στο περιβάλλον του, μάλλον πλανώνται. Όπως έχει αποδειχθεί, άλλα είναι τα κριτήρια του Αμερικανού Προέδρου και των περί αυτόν ευρισκομένων.
Η νέα πρέσβης των ΗΠΑ έρχεται στην Ελλάδα σε μια πολύ δύσκολη και ασταθή εποχή. Η χώρα μας επιθυμεί διακαώς μια ομαλή και ισορροπημένη σχέση με τις ΗΠΑ, η οποία θα τη βοηθήσει να αντεπεξέλθει στους ελλοχεύοντες παντοειδείς κινδύνους. Στο πλαίσιο τούτο, η θέση της κας Γκίλφοϊλ είναι πρωτεύουσας σημασίας και ελπίζουμε να εξελιχθεί σε συνήγορό μας και να στέλνει στις Αρχές της τα κατάλληλα μηνύματα.
Καλώς να ορίσει, λοιπόν, στη φιλόξενη χώρα μας και της ευχόμαστε να μάθει να την αγαπά, διότι της αξίζει.