Λίγο μετά τη ΔΕΘ η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για το ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της «αγίας κατανάλωσης» στη διατήρηση ρυθμών υψηλότερων μέχρι το 2027 σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ε.Ε.
Φέτος το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί με ρυθμό 2,2%, ενώ το 2026 ο ρυθμός θα υποχωρήσει στο 1,9%, για να επανέλθει το 2017 στο 2,1%. Στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύτηκε τέλος Ιουνίου το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για φέτος και 2,1% για το 2026.
Η ανάπτυξη θα προέλθει κατά τις εκτιμήσεις από την ιδιωτική κατανάλωση αλλά και τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τους κοινοτικούς πόρους. Αρκεί οι τελευταίοι να διατίθενται στην οικονομία και να μη διατηρούνται ως αποθεματικά του κράτους για να εμφανίζονται πλεονάσματα.
Τα πρόσφατα στοιχεία της Εurostat δείχνουν ότι μόνο το 1,07% των κονδυλίων που απορροφήσαμε από το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν πάει μέχρι σήμερα σε επενδύσεις και τούτη η υστέρηση αποτυπώνεται και στο ΑΕΠ.
Στο α’ εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η χώρα αναπτυσσόταν με ρυθμό 1,96% (έναντι πρόβλεψης για 2,2%) και ήταν στη 12η θέση των 27. Πρόκειται για τη χαμηλότερη ετήσια ανάπτυξη α’ εξαμήνου από το 2017.
Στο μεταξύ, η παραγωγικότητα είναι καθηλωμένη (ελλείψει επενδύσεων), αυξάνεται όμως το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, που συνιστά ένα παράδοξο και μας προειδοποιεί για μια σοβαρή ανωμαλία που θα τη βρούμε μπροστά μας. Τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2025 το κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 10,1%, έναντι 3,6% στην Ευρωζώνη.
Από τα πρόσφατα στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας προκύπτει ότι η παραγωγικότητα στη χώρα μας βελτιώθηκε οριακά κατά 0,3% ανά ώρα απασχόλησης και περίπου 1% ανά εργαζόμενο.
Η αύξηση του κόστους εργασίας εν προκειμένω είναι αποτέλεσμα και της καθιέρωσης κάρτας εργασίας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι νόμιμες αμοιβές.
Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά προϊόντα κοστίζουν πολύ περισσότερο, οπότε επιδεινώνονται οι πωλήσεις τους. Είναι καταστροφικό να αυξάνεται δέκα φορές περισσότερο το κόστος εργασίας από την παραγωγικότητα. Αντίθετα, στην Ε.Ε., που έχει έτσι κι αλλιώς πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα, ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε το 2024 κατά 0,4%, γεγονός που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση και μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που διέλαθε της προσοχής όλων των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ.
Τα λεφτόδεντρα του Ταμείου Ανάκαμψης τελειώνουν το καλοκαίρι του 2026 και το ερώτημα είναι με τι θα αντικατασταθούν ακόμα και τα γλίσχρα κονδύλια από αυτό που πηγαίνουν στην οικονομία και στη χρηματοδότηση επενδύσεων;