Skip to main content

Θεία Κωμωδία

Είναι το τέλειο αμερικανικό οξύμωρο: όσο εξυμνείται μια αξία τόσο περισσότερο καταστρατηγείται

Η Αμερική είχε πάντα μια εμμονή με την ελευθερία του λόγου. Ο Thomas Jefferson –αν και δεν συμμετείχε στη σύνταξη του First Amendment– το αποκάλεσε «το μόνο σίγουρο αντίδοτο απέναντι σε κάθε κυβέρνηση που φοβάται την αλήθεια».

Σήμερα, αυτό το «αντίδοτο» έχει μετατραπεί σε κενή ρητορική – οι αναφορές στην ελευθερία του λόγου γίνονται μόνο κατ επίφαση. Είναι το τέλειο αμερικανικό οξύμωρο: όσο εξυμνείται μια αξία τόσο περισσότερο καταστρατηγείται.

Η ίδια χώρα που καταγγέλλει την Κίνα και τη Ρωσία για «φιμώσεις», επινόησε εντός των συνόρων της πολύ πιο αποτελεσματικές μεθόδους σιωπής. Χρειάζεται μόνο ένας τηλεοπτικός μονόλογος για να επιστρατευτεί όλο το οπλοστάσιο πολιτικής, ρυθμιστικής και επιχειρηματικής πίεσης.

Ελευθερίες και προνόμια

Η απόφαση των δικτύων ABC, Nexstar και Sinclair –υπό την πίεση της FCC και του ίδιου του Λευκού Οίκου (σε συνέχεια αμέτρητων σχετικών προτροπών/απειλών Trump) – να αποσύρουν τον Jimmy Kimmel από την οθόνη με αφορμή τον μονόλογό του για τη δολοφονία του Charlie Kirk και την πολιτική ταυτότητα του δράστη, είναι στυγνή άσκηση πολιτικής ισχύος πάνω σε έναν χώρο που τυπικά θεωρείται (και θα έπρεπε να είναι) άβατο. Κανείς δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το ερώτημα αν ο Kimmel παρερμήνευσε τα γεγονότα. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι ενόχλησαν αυτά που είπε.

Όταν η δημόσια συζήτηση δεν κρίνεται από την ακρίβεια αλλά από την ανοχή της εκάστοτε εξουσίας, τότε δεν μιλάμε για δημοκρατία αλλά για καθεστώς αδειοδοτημένων απόψεων. Η ελευθερία του λόγου δεν μετριέται με βάση το πόσο συμφωνεί με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ή με τα νεύρα της εκάστοτε κυβέρνησης.

Και αν εξαρτάται από την εκάστοτε πλειοψηφία, τότε δεν είναι ελευθερία αλλά προνόμιο που ανακαλείται ανά πάσα στιγμή. Αν οι πλειοψηφικές πεποιθήσεις ήταν εγγύηση ορθότητας και το μέτρο του επιτρεπτού, τότε η ιστορία θα είχε δικαιώσει κάθε προκατάληψη, κάθε υστερία, κάθε φόβο που κάποτε μάζεψε χειροκρότημα.

Ο McCarthy στη δεκαετία του ’50 το είχε καταλάβει καλά και έκανε ακριβώς αυτό: είχε μετατρέψει την πλειοψηφία σε όπλο. Τελικά, βέβαια, έμεινε στην ιστορία ως τυχοδιώκτης και όχι ως θεματοφύλακας της σωστής πλευράς της.

Ιστορικά διδάγματα

Στη δεκαετία του ’70, ο Richard Nixon (επίσης ρεπουμπλικανός) επιχείρησε να ελέγξει τον Τύπο με επιθέσεις και πιέσεις, όμως, παρά την πόλωση που είχε δημιουργήσει το σκάνδαλο Watergate, ο θεσμικός ρόλος της δημοσιογραφίας, όσο κι αν βρέθηκε στο στόχαστρο, προστατεύτηκε. Σήμερα, ωστόσο, η λογική του cancel έχει γίνει οργανικό εργαλείο εξουσίας: ένα μείγμα κρατικής πίεσης, εταιρικής συμμόρφωσης και κοινωνικού πανικού που λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από κάθε κλασική λογοκρισία. Το παράδοξο είναι ότι γεννήθηκε ως πρακτική ακτιβιστικών κινημάτων που ζητούσαν λογοδοσία – στα λάθος χέρια όμως, εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό αποκλεισμού. Η ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας και της σάτιρας ωστόσο, δεν κρίνεται μόνο από την απουσία άμεσης λογοκρισίας. Κρίνεται και από την ικανότητα να αντέχει την πίεση της μάζας ή την προτροπή να συμμορφωθεί «για το καλό της χώρας».

Ο παρουσιαστής, ο δημοσιογράφος, ο σχολιαστής πρέπει να μπορεί να μιλήσει ακόμη κι αν γίνεται αντιπαθής· διαφορετικά δεν έχουμε δημόσιο λόγο, αλλά δημόσιες σχέσεις. Η μόνη θεμιτή παρέμβαση είναι όταν κάποιος διαστρεβλώνει σκόπιμα τα γεγονότα. Η κυβέρνηση Trump, βέβαια, όχι μόνο δεν πολεμά την ψευδολογία και τις συνωμοσιολογικές θεωρίες που κατακλύζουν την Αμερική, αλλά τις κάνει εργαλείο διακυβέρνησης και μάλιστα συχνά αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο παραγωγό τους. Στήνει μια ολόκληρη βιομηχανία παραπληροφόρησης, τη νομιμοποιεί και ταυτόχρονα στρέφεται ενάντια σε όποιον τολμά να γελάσει εις βάρος της. Η αντίφαση είναι τόσο κραυγαλέα, που παύει να είναι αντίφαση – είναι στρατηγική.

Σιωπή και συνενοχή

Όποιος πιστεύει ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή του Kimmel ή του Colbert στην οθόνη θα σβήσει τις συνέπειες της φίμωσης, πλανάται. Η λογοκρισία δεν μετριέται μόνο με κλειστά μικρόφωνα – μετριέται και με την αόρατη αυτολογοκρισία που επιβάλλει σε όσους έμειναν ανοιχτά. Η φίμωση του Kimmel και στο άλλο άκρο, η δολοφονία του Kirk, δεν (θα έπρεπε να) μας αφορούν επειδή συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τον έναν ή τον άλλον αλλά κυρίως, επειδή δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η ίδια η δυνατότητα να μιλάς χωρίς να φοβάσαι. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τι γνώμη έχουμε αλλά τί χώρο αφήνουμε στον λόγο, στη δημοσιογραφία και τελικά, στην ίδια τη δημοκρατία να υπάρξει μετά από τέτοια πλήγματα. Το παράδειγμα, σήμερα, μπορεί να αφορά την Αμερική αλλά η διάβρωση της ελευθερίας του λόγου είναι πάντα μεταδοτική — κι αυτό το τίμημα δεν το πληρώνουν ποτέ μόνο οι άλλοι. Κι εδώ δεν χωράει η ουδετερότητα – γιατί άλλωστε, ποτέ δεν εξαντλείται σε απλή, παθητική αδιαφορία και απραξία. Κάποια στιγμή, τελεολογικά, γίνεται συνενοχή. Όπως γράφει ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, «οι πιο σκοτεινές γωνιές της Κόλασης είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητά τους σε καιρούς ηθικής κρίσης».

Ο ισαποστακισμός δεν είναι ποτέ στάση που εξισορροπεί – είναι στάση που απονευρώνει (και συχνά εξαγνίζει τους θύτες με τον μανδύα της αντικειμενικότητας). Τρέφει τις μεγαλύτερες πολιτικές και ταυτοτικές αυταπάτες – από τις οποίες οφείλουμε, αν θέλουμε ακόμη να μιλάμε για πρόοδο, αξίες και ιδανικά, να ξεφύγουμε. Και αν θέλουμε – όπως άλλωστε ιστορικά υπήρξε ο διακαής πόθος, να λεγόμαστε Δύση.

*H Ειρήνη Φρυγανά είναι Σύμβουλος Πολιτικής Επικοινωνίας.