Πριν από μερικά χρόνια στην αρχή της εξαετούς διακυβέρνησης της ΝΔ, ο επικοινωνιακός μηχανισμός και πρόθυμα ΜΜΕ είχαν κατακλύσει την ελληνική κοινή γνώμη με το αφήγημα της απομονωμένης Τουρκίας.
Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και ο αποκλεισμός της Άγκυρας από την προμήθεια των F-35 και άλλων οπλικών συστημάτων όπως η αναβάθμιση των F-16. Φρόντιζαν δε να σημειώνουν ότι αυτή η απομόνωση δεν ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσμα της έξυπνης διπλωματίας της κυβέρνησης και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και παράλληλα ότι αντίθετα με την απομονωμένη Τουρκία, η Ελλάδα είχε ανοιχτούς διαύλους με όλους, ως παράγοντας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Μόλις χθες ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι στις 25 Σεπτεμβρίου θα υποδεχθεί τον Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο και σημείωσε ότι οι συνομιλίες θα επικεντρωθούν σε εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, περιλαμβάνοντας την μεγάλης κλίμακας αγορά αεροσκαφών Boeing, μια μεγάλη συμφωνία για F-16, καθώς και τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα των F-35, που -όπως τόνισε- «αναμένεται να ολοκληρωθούν θετικά».
Αν παρακολουθήσει κανείς τον διεθνή Τύπο θα διαπιστώσει ότι η Τουρκία προχωρά την συνεργασία τον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας με την Ιταλία. Παρομοίως και με την Ισπανία, η οποία κυριολεκτικά κυνηγά μεγάλα συμβόλαια με την Τουρκία. Η Άγκυρα έχει ήδη προετοιμαστεί και τοποθετηθεί προκειμένου να συμμετάσχει στο SAFE, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης και εάν θα βάλλει βέτο, αφού ήδη το έχει παρακάμψει μέσω της συμμετοχής των τουρκικών βιομηχανιών στο 35% των πόρων.
Πέρα από το ότι οι ειδήσεις αυτές δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι η Τουρκία, προκύπτει ότι δίχως να είναι μέλος της ΕΕ έχει προσαρμοστεί στην επερχόμενη στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και μάλιστα περισσότερο από την Ελλάδα που επί σειρά ετών – και όχι μόνο εξαιτίας της δύσκολης θέσης που περιήλθε λόγω των μνημονίων – έχει υποβαθμίσει την πολεμική της βιομηχανία, προς όφελος των μεσαζόντων και των λεγόμενων “οπλάδων”.
Αυτά για την τοποθέτηση της Τουρκίας στον ευρωνατοϊκό χώρο. Στο ευρύτερο περιβάλλον ο Ταγίπ Ερντογάν είναι προνομιακός συνομιλητής του Πούτιν και του Ζελένσκι, ελέγχει την κυβέρνηση της Συρίας και της Λιβύης και εσχάτως αποκατέστησε και τις σχέσεις με την Αίγυπτο (θανάσιμο εχθρό μέχρι πριν λίγο καιρό) με την οποία θα κάνει και κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Όσο για την σχέση της με την Ελλάδα ενώ μπλοκάρει την πόντιση του ενεργειακού καλωδίου με την Κύπρο, έχει την προς τα έξω καλή μαρτυρία της Αθήνας, με το Σύμφωνο Φιλίας. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να αναβαθμίζει το επίπεδο της αμφισβήτησης θέτοντας επισήμως πλέον ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και απειλώντας με την έξοδο του Πίρι Ρέις.
Η Ελλάδα πάλι είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ρωσία και ο πρωθυπουργός είναι σε απομόνωση από τον Ντόναλντ Τραμπ, όσο και αν προσπαθεί να βρει ερείσματα. Κάποια στιγμή μπορεί και να το πετύχει. Ίσως μεσολαβήσει και ο Ταγίπ. Παράλληλα χάνει έδαφος έναντι της Τουρκίας σε όλα τα πεδία κοινού ενδιαφέροντος, από το ευρωπαϊκό SAFE μέχρι την Συρία, την Λιβύη και την Αίγυπτο. Ακόμη και στα Βαλκάνια κινδυνεύει με περικύκλωση.
Ο πρωθυπουργός μιλάει περισσότερο για την υπαρξιακή απειλή της Ευρώπης, την Ρωσία, και λιγότερο για την Τουρκία, για την οποία λέει ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με τις διαφορές μας. Μόνο που οι διαφορές διαμορφώνουν μία de facto διαφορετική κατάσταση που αργά ή γρήγορα μπορεί να γίνει και de jure, εάν η Τουρκία πιέσει. Την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Η άμυνα (ευρωπαϊκή) είναι το υπέρτατο δημόσιο ευρωπαϊκό αγαθό. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στις εθνικές μας προτεραιότητες να αποτελέσουν εμπόδιο στην αντιμετώπιση μίας ουσιαστικά υπαρξιακής απειλής για την Ευρώπη». Τι να σημαίνει αυτό για τις σχέσεις μας με την Τουρκία; Μήπως υποχώρηση προς χάρη του υπέρτατου ευρωπαϊκού αγαθού. Από κάποιους αρθρογράφους του συστήματος έχει ήδη αρχίσει και διακινείται η άποψη αυτή.
Η Ελλάδα έχει διατηρήσει την στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, το οποίο όπως έχει δηλώσει δημοσίως ο Ερντογάν είναι υπαρξιακή απειλή για την Τουρκία. Το αρνητικό είναι ότι μετά την ισοπέδωσης της Γάζας σε παγκόσμια απευθείας μετάδοση, η Ελλάδα χάνει ήπια ισχύ όταν αρνείται ακόμη και τον όρο “Γενοκτονία” που χρησιμοποίησε ο ΟΗΕ.
Ακόμη και έτσι ισχύει το “ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου”. Πόσο μάλλον όταν είναι και υπαρξιακή απειλή. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι ακολουθείς μία πολιτική που μπορεί να αξιοποιήσει τα ρήγματα που ανοίγει ο συγκυριακά φίλος έναντι του κοινού εχθρού. Όχι όταν τα υποβαθμίζεις και εν μέρει τα αναιρείς με σύμφωνα φιλίας, υποχωρήσεις στο πεδίο, και συνεχή διάλογο σε καλό κλίμα.