Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσα υπήρχε ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός, ο κύριος Λ. Ο συγκεκριμένος αξιωματικός, πρέπει να αντιμετώπιζε διάφορα προσωπικά ή ψυχολογικά προβλήματα, καθώς κάθε φορά που εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού ασφαλείας περιπολούσε διαρκώς και μοίραζε ποινές για ασήμαντες αφορμές.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια περίπτωση, όπου έβγαλε στην αναφορά έναν φαντάρο επειδή το νερό με το οποίο σφουγγάριζε δεν ήταν «επαρκώς καθαρό», ενώ μια άλλη φορά έβγαλε προτεινόμενο για ποινή στην αναφορά κάποιον επειδή η εξάρτυσή του δεν ήταν σωστά φορεμένη. Ήταν πραγματικά αδύνατο να αποφύγεις να βγεις προτεινόμενος για ποινή με τον κύριο Λ., όσο και να προσπαθούσες κάτι θα έβρισκε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον στρατό, δεν έχω συναντήσει μεγαλύτερη ομοιότητα προς εκείνη την αυθαίρετη αυστηρότητα από αυτήν που παρατηρείται σήμερα στην επιβολή προστίμων προς τις επιχειρήσεις. Οι υποχρεώσεις ψηφιακής γραφειοκρατίας και οι αμέτρητες πλατφόρμες στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται στοιχεία, έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο που όσο και να προσπαθεί ένας επιχειρηματίας να αποφύγει την επιβολή ενός προστίμου, αυτό πλέον είναι σχεδόν αδύνατο. Και αν στην ιστορία από τον στρατό, τις περισσότερες φορές οι ποινές ακυρωνόταν από τον διοικητή καθώς στερούταν λογικής, στην πραγματικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων αυτές απειλούνται με τεράστια πρόστιμα που πιθανώς να τις οδηγήσουν στο κλείσιμο για τυπικές παραβάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με φοροδιαφυγή.
Παρακάτω παρουσιάζονται τέσσερις περιπτώσεις υπέρογκων ποινών που μπορούν να επιβληθούν σε μια επιχείρηση, χωρίς αυτή να έχει κλέψει ούτε ένα ευρώ από το κράτος. Απλά επειδή για λόγους ανωτέρας βίας, ή από κάποιο ανθρώπινο λάθος, δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της γραφειοκρατίας.
1. Παράλειψη δημοσίευσης οικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ
Το Γενικό Εμπορικό Μητρώο – ΓΕΜΗ είναι το εθνικό μητρώο εμπορικής δημοσιότητας, στο οποίο πραγματοποιείται η δημοσιότητα των οικονομικών στοιχείων και των εταιρικών πράξεων των υπόχρεων προσώπων. Μεταξύ άλλων, οι εταιρείες έχουν υποχρέωση να δημοσιεύουν κάθε έτος σε αυτό τις οικονομικές τους καταστάσεις
Σύμφωνα με το άρθρο 10 της απόφασης 46982/18.06.2025 η μη υποβολή ή η εκπρόθεσμη υποβολή (ακόμα και για μία μέρα) των οικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ για τις υπαγόμενες μέσω επιμελητηρίου οντότητες, θα επισύρει στο μέλλον πρόστιμα τα οποία θα κυμαίνονται ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 2 του Ν. 4308/2014 ως εξής:
Μεγάλη – 10.000 €
Μεσαία – 5.000 €
Μικρή – 2.5000 €
Πολύ μικρή – 1.000 €
Ενώ για τις υπαγόμενες μέσω Γενικής Γραμματείας Εμπορίου τα πρόστιμα έχουν ως εξής:
- Εισηγμένη στο Χ.Α. – 100.000 €
- Μεγάλη – 100.000 €
- Μεσαία – 50.000 €
- Μικρή – 25.000 €
- Πολύ μικρή – 10.000 €
Αν και το πρόστιμο για τις πολύ μεγάλες ή της εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες είναι εξαψήφιο, είναι σαφώς πολύ πιο εύκολο να αποφευχθεί καθώς τέτοιες επιχειρήσεις διαθέτουν επαρκές προσωπικό για να ανταποκριθεί σε κάθε απρόοπτο και να διπλοτσεκάρουν την εκπλήρωση κάθε υποχρέωσης. Οι επιχειρήσεις που θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα θα είναι οι μικρές και οι πολύ μικρές όπου κατά την άποψη του γράφοντος είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν περιπτώσεις επιβ τέτοιων προστίμων καθώς το ανέβασμα των οικονομικών καταστάσεων συνήθως σε τέτοιου μεγέθους οντότητες εξαρτάται από έναν άνθρωπο που μπορεί να του συμβεί κάτι ή στην τελική να το ξεχάσει λόγω φόρτου εργασίας.
Να σημειωθεί ότι κατά την βεβαίωση των όποιων προστίμων, το πιθανότερο είναι η δήλωση φόρου εισοδήματος τους έτους που αφορούν οι οικονομικές καταστάσεις να έχει υποβληθεί κανονικά και ίσως να έχει εξοφληθεί και ο προκύπτον φόρος εισοδήματος. Δηλαδή, οι οικονομικές καταστάσεις αποτελούν πληροφοριακά στοιχεία που ακολουθούν το κλείσιμο μιας οικονομικής χρήσης τα οποία πέρα από τις εισηγμένες ή τις μεγάλες ΑΕ, δεν αναζητά κάποιος τρίτος, ειδικά για τις μικρές ή πολύ μικρές οντότητες.
2. Μη ενημέρωση Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων
Το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων είναι ένα ηλεκτρονικό μητρώο όπου καταχωρούνται τα στοιχεία των φυσικών προσώπων που έχουν τον τελικό έλεγχο ή ιδιοκτησία των διαφόρων τύπων νομικών προσώπων.
Σύμφωνα με το άρθρο 80 του Ν. 4941/2022, η καταχώριση αλλαγών στα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων πραγματοποιείται έως 60 ημέρες μετά την επέλευση αλλαγών στα στοιχεία τους. Ενώ αν ξεχαστεί ή γίνει εκπρόθεσμα μετά το πέρας ενός τριμήνου από την προθεσμία, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου, επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:
Κερδοσκοπικές οντότητες με τζίρο έως 100.000 € ή Μη κερδοσκοπικές χωρίς εργαζόμενους – 5.000 €
Κερδοσκοπικές οντότητες με τζίρο από 100.000 € έως 700.000 € ή Μη κερδοσκοπικές με έως 50 εργαζόμενους – 10.000 €
Κερδοσκοπικές οντότητες με τζίρο από 700.000 € έως 8.000.000 € ή Μη κερδοσκοπικές με 51 έως 250 εργαζόμενους – 20.000 €
Κερδοσκοπικές οντότητες με τζίρο μεγαλύτερο των 8.000.000 € ή Μη κερδοσκοπικές με περισσότερους από 250 εργαζόμενους – 40.000 €
Ομοίως θεωρώ ότι ειδική μνεία πρέπει να δοθεί στις μικρές οντότητες και στις μη κερδοσκοπικές χωρίς προσωπικό (πχ σωματεία χωρίς επιχειρηματική δραστηριότητα) που απειλούνται με πρόστιμα 5 ή 10 χιλιάδων ευρώ καθώς δεν διαθέτουν προσωπικό που ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και η παράβαση μπορεί εύκολα να γίνει μέσα στο άγχος της καθημερινότητας και τα απρόοπτα γεγονότα που μπορεί να συμβούν.
Επιπλέον να σημειωθεί ότι αρκετά στοιχεία που καταχωρούνται στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων για κάποιες από τις υπόχρεες οντότητες δηλώνονται στο ΓΕΜΗ και στο Μητρώο της Εφορίας, ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για πολλαπλή καταχώριση ίδιων στοιχείων σε κάποιες περιπτώσεις.
3. Ψηφιακό Δελτίο Αποστολής
Όλοι γνωρίζουμε το παραδοσιακό Δελτίο Αποστολής, το έγγραφο που συνοδεύει τα αγαθά που διακινούνται από ένα μέρος σε κάποιο άλλο. Εδώ και λίγο καιρό βρισκόμαστε στην φάση της σταδιακής υλοποίησης του Ψηφιακού Δελτίου Αποστολής, δηλαδή με απλά λόγια το παλιό Δελτίο Αποστολής θα διαβιβάζεται και θα αποκτά QR Code όπως και τα τιμολόγια και οι αποδείξεις.
Η ψηφιακή παρακολούθηση διακίνησης αγαθών ορίζεται σύμφωνα με τις παρ. 9Α, 9Β και 9Γ του άρθρου 5 του Ν. 4308/2014, ενώ τα πρόστιμα σε περίπτωση διακίνησης χωρίς Ψηφιακό Δελτίο Αποστολής ορίζοταν μέχρι πρότεινος στην παρ. 13 του άρθρου 57 Ν. 5104/2024 σε:
α) 500 € ανά φορολογικό έλεγχο για επιχειρήσεις με απλογραφικό λογιστικό σύστημα
β) 1.000 € ανά φορολογικό έλεγχο για επιχειρήσεις με διπλογραφικό σύστημα.
Αν και τα πρόστιμα αυτά δεν είναι μικρά και σε καμία περίπτωση η μη έκδοση Δελτίου Αποστολής δεν σημαίνει απαραίτητα και φοροδιαφυγή, τα παραπάνω πρόστιμα με το άρθρο 214 του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου 5222/2025 – Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας και άλλες διατάξεις δεκαπλασιάστηκαν τροποποιώντας το άρθρο 57 του Ν. 5104/2024 και πλέον ανέρχονται σε:
α) 5.000 € ανά φορολογικό έλεγχο για επιχειρήσεις με απλογραφικό λογιστικό σύστημα
β) 10.000 € ανά φορολογικό έλεγχο για επιχειρήσεις με διπλογραφικό σύστημα.
Το ζήτημα εδώ είναι ότι το μέτρο αν και φαντάζει απλό για κάποιον που δεν γνωρίζει, ο οποίος θα πει: «ας εξέδιδε το Δελτίο Αποστολής να μην έτρωγε το πρόστιμο», στην πράξη δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα καθώς δεν γίνονται όλες οι διακινήσεις με σκοπό την πώληση, τόπο φόρτωσης των αγαθών δεν είναι πάντα η έδρα του πωλητή ούτε τόπος παράδοσης την έδρα του πελάτη.
Ενδεικτικά ένας τεχνικός που ξεκινά από την έδρα του θα πρέπει να εκδίδει και διαβιβάζει Συγκεντρωτικό Δελτίο Αποστολής για ότι έχει φορτώσει στον φορτηγάκι, να εκδίδει και διαβιβάζει επί μέρους Δελτία Αποστολής για όσα αναλώσιμα χρησιμοποιεί σε κάθε στάση για επισκευή και να εκδίδει και διαβιβάζει στο τέλος της ημέρας την παραλαβή από το φορτηγάκι στην έδρα για όσα αναλώσιμα δεν χρησιμοποιήθηκαν μέσα στην μέρα (ναι, ακόμα και αν δεν τα ξεφόρτωσε). Επίσης δεν είναι όλες οι διακινήσεις απλές, μπορεί άλλος να είναι ο πωλητής, άλλος αυτός που έχει τα αγαθά στην έδρα του, άλλος ο πελάτης, άλλος ο παραλήπτης και στην διακίνηση να μεσολαβούν δύο ή και τρεις μεταφορικές και όλα αυτά στην Ελλάδα, την χώρα με το χειρότερο ίντερνετ στην Ευρώπη…
Παράλληλα με το μέτρο της ψηφιακής διακίνησης αγαθών καταργούνται μια σειρά απαλλαγών που υπήρχαν παλιότερα για την διευκόλυνση κάποιων ειδικών περιπτώσεων και θα πρέπει για την έκδοση να εισάγονται πλήθος στοιχείων που κάνουν την διαδικασία αρκετά δύσκολη όπως η εισαγωγή κωδικού TARIC για κάθε αγαθό που διακινείται στην Β’ φάση της υλοποίησης. Ενώ μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι η μη διαβίβαση ενός Δελτίου Αποστολής ισούται με μη έκδοση του, άρα επιβάλλονται και σε αυτή την περίπτωση τα πρόστιμα που αναφέρθηκαν παραπάνω ακόμα και αν υπάρχει Δελτίο Αποστολής ως συνοδευτικό των αγαθών που διακινούνται και ο έλεγχος διαπιστώσει ότι τα περιγράφει με σαφήνεια και ακρίβεια.
Προφανώς συμφωνώ με την ύπαρξη συνοδευτικού εγγράφου στην διακίνηση των αγαθών, η διαδικασία όμως γίνεται πλέον τόσο περίπλοκη που ένα ανθρώπινο λάθος μπορεί να γίνει πολύ εύκολα, επισύροντας στο μέλλον πρόστιμα από πέντε έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Για το μέτρο αυτό υπάρχουν ήδη πολλές αντιδράσεις και από μεγάλες επιχειρήσεις που επιτυγχάνουν υψηλούς τζίρους καθώς θα χρειαστούν αρκετά χρήματα για την αγορά και υποστήριξη κατάλληλου λογισμικού και την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού για να παρακολουθεί τις διακινήσεις. Το μεγάλο πρόβλημα όμως όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις δημιουργείται για τους μικρούς, που θα πρέπει να τα κάνουν όλα μόνοι τους, υπό την απειλή ότι σε οποιοδήποτε λάθος μπορεί να φάνε ένα πεντοχίλιαρο στο κεφάλι, ακόμα και αν αποδείξουν ότι έχουν εκδοθεί παραστατικά πώλησης και δεν υπήρξε καμία φοροδιαφυγή.
4. Μη διαβίβαση στο esend
Οι επιχειρήσεις που εκδίδουν παραστατικά λιανικής πώλησης μέσω ταμειακής έχουν την υποχρέωση να τα διαβιβάζουν στην πλατφόρμα myData μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών το οποίο για συντομία καλείται esend.
Η μη διαβίβαση τους, επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 58 του Ν.5104/2024, δηλαδή αν διαπιστωθεί σε έλεγχο ότι μια επιχείρηση εξέδωσε παραστατικά λιανικής πώλησης αλλά αυτά δεν διαβιβάστηκαν στο esend της επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:
α) Αν η αξία του παραστατικού επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% του ποσού του Φ.Π.Α. των μη διαβιβασθέντων στοιχείων, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 250 € ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο για υπόχρεο τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και κατώτερο των 500 € ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος,
β) Αν το παραστατικό δεν επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., 500 € ανά φορολογικό έλεγχο σε υπόχρεο τήρησης απλογραφικού λογιστικού 1.000 € ανά φορολογικό έλεγχο για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Επιπλέον, πέρα από τα παραπάνω χρηματικά πρόστιμα, στο άρθρο 13Α του Ν.2523/1997 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 174 του Ν.4972/2022 και στην συνέχεια με το άρθρο 219 του Ν.5222/2025, προβλέπεται και η άμεση αναστολή λειτουργίας του καταστήματος για 48 ώρες. Με απλά λόγια σφραγίζεται το κατάστημα για 2 ημέρες και αναρτάται μια πινακίδα που γράφει: «Κλειστό λόγω φορολογικών παραβάσεων», αρκετοί ίσως έχουν συναντήσει κάποια στιγμή μια τέτοια πινακίδα έξω από ένα κλειστό κατάστημα, αυτό που δεν γνωρίζουν είναι ότι ενδεχομένως να μην υπήρξε καμία φοροδιαφυγή…
Το παράδοξο αυτών των διατάξεων έγκειται στο ότι οι ποινές δεν επιβάλλονται όταν δεν εκδίδεται απόδειξη, αλλά αντίθετα σε περιπτώσεις που έχει εκδοθεί! Ουσιαστικά δηλαδή τιμωρεί , το γεγονός ότι δεν έγινε η διαβίβαση λόγω τεχνικού προβλήματος, κάτι που συχνά είναι δύσκολο να διαπιστωθεί από τον επιχειρηματία, καθώς δεν είναι εφικτό να ελέγχει διαρκώς τις διαβιβάσεις. Επιπλέον, ενδέχεται να μην διαθέτει την απαιτούμενη τεχνική κατάρτιση ώστε να αντιληφθεί ενδεχόμενες δυσλειτουργίες του συστήματος.
Δυστυχώς, οι τέσσερις προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν αποτελούν τις μοναδικές, αλλά είναι ενδεικτικές του γενικότερου πνεύματος που διέπει τη φορολογική νομοθεσία τα τελευταία χρόνια. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να συνταχθεί ένα άρθρο με το ίδιο θέμα, παραθέτοντας κάποια άλλα παραδείγματα επιβολής εξοντωτικών προστίμων για παραβάσεις χωρίς την παραμικρή φοροδιαφυγή. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το μοναδικό πρόστιμο που θυμάμαι να ξεπερνούσε τα 10.000 € ήταν αυτό που επιβαλλόταν για ανασφάλιστη εργασία. Ωστόσο, η περίπτωση αυτή διαφέρει ουσιωδώς, καθώς αφορά συνειδητή και σκόπιμη ενέργεια με στόχο την αποφυγή καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, σε αντίθεση με παραβάσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω οι οποίες μπορεί να προκύψουν ακούσια, εξαιτίας ανθρώπινου σφάλματος.
Ουσιαστικά αυτό που έχει συμβεί είναι η δημιουργία μιας τεράστιας ηλεκτρονικής γραφειοκρατίας η οποία αποτελείται από αμέτρητες πλατφόρμες και υποχρεώσεις. Παρότι η αρχική πρόθεση ήταν να συλλάβει την φοροδιαφυγή, το πλήθος των υποχρεώσεων, η πολυπλοκότητά τους και η έλλειψη κατανόησης σε περίπτωση ανθρώπινου λάθους, επιφέρει παράλογα αυστηρές ποινές οι οποίες επιβάλλονται με συχνότητα αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη από εκείνες που αφορούν περιπτώσεις πραγματικής φοροδιαφυγής.
Συνέπεια της κατάστασης αυτής, είναι τα μέτρα που αρχικά θεσπίστηκαν ως εργαλεία ελέγχου της φορολογικής συμμόρφωσης, να έχουν καταλήξει στην δημιουργία ενός ξεχωριστού μηχανισμού δημιουργίας και επιβολής προστίμων σε όσους δεν καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν σε όλα αυτά.
* Λογιστής – Οικονομολόγος, MSc, μέλος της επιστημονικής ομάδας της Ένωσης Φοροτεχνικών-Ελευθέρων Επαγγελματικών Αττικής