Τα γεγονότα των τελευταίων ετών, έχουν επιβεβαιώσει ότι το μεταναστευτικό δεν είναι μια κρίση που εκδηλώνεται περιοδικά. Είναι μια μόνιμη παγκόσμια συνθήκη, που συνδέεται άρρηκτα με τις ανισότητες, τους πολέμους, την κλιματική κρίση και την κατανομή του πλούτου στον πλανήτη.
Κι όμως, η Ευρώπη συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις μεταναστευτικές ροές ως έκτακτο φαινόμενο, αντί να διαμορφώσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης.
Το ερώτημα είναι επιτακτικό: υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις απέναντι στο φαινόμενο της μετανάστευσης, ή απλώς πρέπει να προσαρμοστούμε στις συνθήκες ενός κόσμου που αποσταθεροποιείται – με την ίδια τη Δύση να έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης;
Οι άνθρωποι που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα της Ευρώπης – στη συντριπτική τους πλειονότητα – δεν το κάνουν από επιλογή, αλλά από ανάγκη.
Κάποιοι προέρχονται από χώρες που σπαράσσονται από πολέμους, όπως η Ουκρανία, η Συρία, το Σουδάν και η Παλαιστίνη, ή ζουν υπό καθεστώτα καταστολής και πολιτικής βίας, όπως στο Αφγανιστάν και το Ιράν. Άλλοι φεύγουν από την απόλυτη φτώχεια και την επισιτιστική ανασφάλεια σε περιοχές όπως το Κέρας της Αφρικής, ή από την κλιματική αποσταθεροποίηση, με τις ξηρασίες, τις πλημμύρες και την απώλεια γης να καθιστούν την επιβίωση δύσκολη, ή και αδύνατη.
Όσο η διεθνής κοινότητα αδυνατεί ή αρνείται να αντιμετωπίσει τις αιτίες αυτές, οι ροές δεν πρόκειται να ανακοπούν. Κανένας φράχτης και κανένα σύμφωνο επαναπροώθησης δεν μπορεί να σταματήσει ανθρώπους που δραπετεύουν από τη βία ή την πείνα.
Μέχρι τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να έχει παγιδευτεί ανάμεσα στην ανάγκη διαχείρισης αυτής της πραγματικότητας και στον φόβο πολιτικού κόστους. Το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου που προωθήθηκε το 2024 αποτελεί μερική πρόοδο, όμως δεν εξασφαλίζει ουσιαστική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, δεν διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στα σύνορα και παραμένει επικεντρωμένο στην αποτροπή και την επαναπροώθηση αντί για την ενσωμάτωση.
Η Ευρώπη φοβάται να δει κατάματα την αλήθεια: η μετανάστευση δεν είναι πρόβλημα, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο που είτε θα το διαχειριστείς ορθολογικά, είτε θα σε διαλύσει πολιτικά και κοινωνικά.
Μια πραγματική στρατηγική διαχείρισης θα ξεκινούσε με την αντιμετώπιση των αιτίων στη ρίζα. Με στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές για τη στήριξη των χωρών προέλευσης και με διεθνή πίεση για ειρήνη και επίλυση συγκρούσεων, αντί για υποδαύλισή τους. Με σοβαρές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στις περιοχές που πλήττονται πρώτες. Παράλληλα, θα έπρεπε να δημιουργηθούν νόμιμες οδοί μετανάστευσης για εργασία, εκπαίδευση και οικογενειακή επανένωση, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τα παράνομα δίκτυα διακίνησης. Οι ποσοστώσεις θα μπορούσαν να βασίζονται στα δημογραφικά δεδομένα και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας κάθε χώρας.
Ένα δίκαιο και βιώσιμο σύστημα ασύλου θα απαιτούσε επιτάχυνση των διαδικασιών χωρίς υποβάθμιση της ποιότητας των ελέγχων, καθώς και αναλογικό επιμερισμό των προσφύγων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, η ενσωμάτωση και κοινωνική ένταξη δεν είναι απλώς πολιτική επιλογή, αλλά αναγκαιότητα: με προγράμματα στέγασης, εκπαίδευσης και απασχόλησης, ενίσχυση της διαπολιτισμικής συνύπαρξης και της ενεργού συμμετοχής στις τοπικές κοινωνίες.
Η αποτυχία στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού δεν προκαλεί μόνο κοινωνική πίεση. Δημιουργεί και τον ιδανικό χώρο για να ευδοκιμήσουν ακροδεξιές δυνάμεις, που εργαλειοποιούν το ζήτημα για να καλλιεργήσουν τον φόβο και το μίσος. Από την Ιταλία μέχρι τη Γαλλία, από τη Σουηδία μέχρι την Ελλάδα, τα κόμματα που επενδύουν στην ξενοφοβία ενισχύονται, εκμεταλλευόμενα το αίσθημα εγκατάλειψης και την ανικανότητα των κρατών να εγγυηθούν κοινωνική συνοχή.
Η μετανάστευση δεν σταματά, μπορεί όμως να οργανωθεί. Όσο υπάρχει ανισότητα στον κόσμο, όσο υπάρχουν πόλεμοι και πείνα, οι άνθρωποι θα φεύγουν για να επιβιώσουν. Κανένα κράτος, όσο αυστηρό κι αν γίνει, δεν μπορεί να μετατρέψει τον κόσμο σε φυλακή. Η πρόκληση δεν είναι να σταματήσουμε τις ροές. Είναι να τις διαχειριστούμε με ανθρωπιά, στρατηγική και όραμα. Με τρόπο που να προστατεύει τις κοινωνίες μας, αλλά και να σέβεται τη ζωή και την ελπίδα των άλλων. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να ζούμε την ίδια κρίση ξανά και ξανά, μόνο που κάθε φορά θα είναι πιο βαθιά, πιο πολιτικά επικίνδυνη.
* Ο κ. Χατζηθεοδοσίου είναι πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πειραιά και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών