Το Αφγανιστάν υπήρξε ανέκαθεν νεκροταφείο Αυτοκρατοριών. Προηγήθηκε η Βρεταννική Αυτοκρατορία (δις), ακολούθησε η ΕΣΣΔ και τη σκυτάλη παρέλαβαν οι ΗΠΑ. Όλοι ξεκίνησαν με την ίδια καταστροφική αλαζονεία και γνώρισαν ταπεινωτικές ήττες. Η χώρα αυτή έχει τεράστια γεωστρατηγική και ευρύτερα γεωπολιτική σημασία, αποτελώντας το πέρασμα από την Κεντρική στη Νότια Ασία. Διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο, και ιδιαίτερα, σπάνιες γαίες, κρίσιμες σε εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας. Για τον λόγο αυτό κάθε άλλο παρά αδιάφορο είναι για τις μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μπορούν εύκολα να κλείσουν τα μάτια σε διάφορες καταστάσεις.
Για την ιστορία, ας αναφέρω ότι ο μόνος ξένος «επισκέπτης» που δεν είχε την ίδια τύχη με τους προαναφερθέντες και ιστορικά δεν μισούν οι Αφγανοί είναι ο Μέγας Αλέξανδρος και τούτο διότι, όπως μου είπαν Αφγανοί και Πακιστανοί συνομιλητές μου, «μετά από το τέλος του πολέμου, έγινε ένας από εμάς».
Μία και η βαρύτερη από τις συνέπειες της τρομοκρατικής επίθεσης της Al Qaida εναντίον των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, υπήρξε η επίθεση των ΗΠΑ, των Βρεταννών και κατόπιν και άλλων δυτικών συμμάχων στο Αφγανιστάν, σε μια επιχείρηση που επεδίωκε την τιμωρία των «υπευθύνων για τις πρόσφατες επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ». Αυτή ήταν και η φρασεολογία της Κοινής Απόφασης του Κογκρέσου (18 Σεπτεμβρίου 2001), βάσει της οποίας ο Πρόεδρος Μπους ο Νεώτερος υπέγραψε το κείμενο νόμου, που νομιμοποιούσε την επιχείρηση εναντίον του Αφγανιστάν. Ήτοι, την εξόντωση της Αλ Κάϊντα και αυτό που ονομάσθηκε «Παντοτινός Πόλεμος (forever war) και διήρκεσε έως τα τέλη Αυγούστου του 2021. Ο τίτλος του πολέμου, δημοφιλής, είναι δάνειο από σειρά ομοτίτλων αμερικανικών βιβλίων, στο πρότυπο των διαφόρων εντυπωσιακών ονομασιών που δίνονται προς εξωραϊσμό πολεμικών επιχειρήσεων.
Μετά από την ήττα των Ταλιμπάν, οι ΗΠΑ επιχείρησαν να οργανώσουν την αφγανική κοινωνία και να δημιουργήσουν ισχυρό και πάνοπλο αφγανικό στρατό και δυνάμεις ασφαλείας, με συνολική δύναμη περίπου 340.000 ανδρών. Ο αντίστοιχος αριθμός (σαφώς λιγότερο καλά εξοπλισμένων) μαχητών Ταλιμπάν ανερχόταν σε 75.000. Παρ’όλα αυτά, την 15η Αυγούστου 2021 οι Ταλιμπάν κατέλαβαν εκ νέου την εξουσία στο Αφγανιστάν, μετονομασθέν από Ισλαμική Δημοκρατία σε Ισλαμικό Εμιράτο. Με έξυπνη και ρεαλιστική τακτική, επέστρεψαν σχεδόν αναίμακτα, κατισχύοντας των θεωρητικά πανισχύρων αντιπάλων τους, που ουσιαστικά, κατέθεσαν τα όπλα αμαχητί.
Οι ΗΠΑ, διαπιστώνοντας το τεράστιο κόστος του πολέμου (το έμμεσο ή άμεσο κόστος της εικοσαετίας 2001-2021 σε ανθρώπινες ζωές υπολογίζεται μεταξύ 240.000-900.000 και το οικονομικό κόστος άνω των 2,3 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων), και λόγω της νέας στρατηγικής τους στον Ινδοειρηνικό, «άνοιξαν την πόρτα και έφυγαν». Στρέφοντας το βλέμμα τους αλλού, άφησαν στην τύχη του τον δύστηνο αφγανικό λαό. H αποχώρηση των Αμερικανών, λοιπών συμμάχων και αριθμού προσφύγων από τον αερολιμένα Χαμίντ Καρζάϊ της Καμπούλ, πραγματοποιήθηκε μέσα σε χαώδεις και απάνθρωπες συνθήκες, που θύμιζαν έντονα Σαϊγκόν. Χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν στη χώρα, παρά τις προσπάθειες διαφόρων κρατών για την «εξαγωγή» τους. Για τα γεγονότα αυτά έχω προσωπική άποψη, έχοντας βρεθεί εκεί.
Το τέλος του Αυγούστου 2021 σήμανε και το τέλος του «Παντοτινού Πολέμου». Σήμανε, επίσης, και τη μετάβαση σε έναν σκοτεινό μεσαίωνα για την αφγανική κοινωνία και περισσότερο για τις γυναίκες.
Oι Ταλιμπάν ανήκουν στη θρησκευτική σχολή σκέψης Ντεομπάντι (ακόμη μια αντίδραση στη βρεταννική κατοχή της Ινδίας). Πρόκειται για ένα παρακλάδι των Σουννιτών, με ακραία, υπερσυντηρητική προσέγγιση στο Ισλάμ, όπως οι ίδιοι θεωρούν ότι αυτό εκφραζόταν στις απαρχές του. Μεταξύ άλλων, απορρίπτει κάθε μορφή διακυβέρνησης εκτός από την ισλαμική και επιβάλλει απίστευτα σκληρή μεταχείριση στις γυναίκες. Πολλοί έγκριτοι κληρικοί και λόγιοι του Ισλάμ καταγγέλλουν και απορρίπτουν τις ακραίες αυτές θέσεις, διότι παραμορφώνουν τη Σαρία και δεν αποτελούν ορθές ερμηνείες του Ιερού Κορανίου.
Κατά την πορεία τους προς την εξουσία, οι Ταλιμπάν με διάφορους τρόπους, επιχείρησαν να προβάλουν μια νέα και εκσυγχρονισμένη εικόνα τους. Μετά από την επιτευχθείσα συμφωνία με τις ΗΠΑ, στις 19 Φεβρουαρίου 2020 και την έναρξη των ενδοαφγανικών συνομιλιών στη Ντόχα στις 12 Σεπτεμβρίου 2020, όπου «αμφότερες οι πλευρές εξέφρασαν την έντονη επιθυμία τους να φέρουν την ειρήνη στο Αφγανιστάν….», άρχισαν να διαφαίνονται οι προθέσεις των Ταλιμπάν, οι οποίοι επιθυμούσαν να «κυβερνηθεί η χώρα μέσω ισλαμικού συστήματος». Ιδιαίτερα καλοί γνώστες των διαπραγματεύσεων μου ανέφεραν τον Απρίλιο 2021 «εμείς τους μιλάμε για πολιτικές λύσεις και αυτοί μας μιλούν για θεολογία». Ταυτόχρονα, οι φίλα προσκείμενοι προς τους Ταλιμπάν παράγοντες, εξήραν την ποιότητα της νέας ηγεσίας τους, γλωσσομαθούς, με «καλές σπουδές και ευρείς ορίζοντες»… αλλά τελικά στραμμένους στην κατεύθυνση ενός μακρινού και σκοτεινού παρελθόντος.
Με την κατάληψη της εξουσίας, οι Ταλιμπάν έδειξαν τις πραγματικές προθέσεις τους, αποστερώντας τον αφγανικό λαό από τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του. Το βαρύτερο, όμως τίμημα, καταβάλλεται έκτοτε από τα κορίτσια και τις γυναίκες. Μέσω της έκδοσης περίπου 200 διαταγμάτων, οι γυναίκες στην πράξη είναι φυλακισμένες στο σπίτι τους. Δεν μπορούν να πηγαίνουν στο σχολείο πέρα από τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στη δέουσα ιατρική φροντίδα και πλέον, το παραμικρό πρόβλημα υγείας (για να μη μιλήσουμε για γυναικολογικά θέματα), μπορεί να απειλήσει τη ζωή τους. Εάν όλα αυτά συνεχισθούν, είναι ορατός ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης της αφγανικής κοινωνίας. Όλες οι κοινωνικές ομάδες πλήττονται (και όλες οι παντός είδους μειονότητες). Oι γυναίκες δεν δικαιούνται να εργάζονται, εάν είναι χήρες (λόγω του πολέμου, υπάρχουν πολλές στη χώρα) μπορούν να ζήσουν μόνο από τη βοήθεια συγγενών τους, τα περιστατικά βιασμών έχουν πολλαπλασιασθεί, όπως καi οι γάμοι μικρών κοριτσιών με ηλικιωμένους. H απαρίθμηση είναι απλώς ενδεικτική, διότι αλλιώς θα απαιτούνταν αρκετές σελίδες .
Ο Νόμος της 12ης Ιουλίου 2024 «Περί Διάδοσης των Αρετών και Πρόληψης των Ελαττωμάτων” (The Propagation of Virtue and Prevention of Vice Law) της 31ης Ιουλίου 2024, ήλθε να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, ιδίως για τα κορίτσια και τις γυναίκες, επιβάλλοντας ακόμη πιο ασφυκτικούς περιορισμούς στη ζωή τους (όσο και εάν κάτι τέτοιο φαινόταν αδύνατον, δεδομένης της μεγάλης σκληρότητας των ήδη υφισταμένων μέτρων ) και επιτρέποντας ασυδοσία στους κρατικούς υπαλλήλους στην άσκηση ελέγχων και επιβολή εξοντωτικών ποινών. Για αυτή την κορύφωση της βαρβαρότητας έχει εκφράσει την ανησυχία του ο ΟΗΕ και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάποιοι μάλιστα ζήτησαν την παραπομπή των Ταλιμπάν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Η ειρωνεία του πράγματος, εν προκειμένω, είναι πως το Αφγανιστάν έχει υπογράψει και κυρώσει τη «Σύμβαση για την Εξάλειψη Πάσης Μορφής Διάκρισης κατά των Γυναικών» (Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination Against Women, CEDAW), στις 5 Μαρτίου 2003, άνευ επιφυλάξεων.
Οι ανησυχίες και οι χαμηλόφωνες παραινέσεις δεν φέρουν αποτέλεσμα, ιδίως σε τέτοιες περιπτώσεις. Απαιτείται άσκηση συνεχών πιέσεων από τη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα από τις λοιπές ισλαμικές χώρες και όχι θωπείες, ή υποβάθμιση του προβλήματος για λόγους σπανίων γαιών ή άλλων συμφερόντων. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Το σημερινό άρθρο είναι μια μάχη κατά της λήθης η οποία μοιραία επιταχύνεται από τις καταιγιστικές και καταλυτικές διεθνείς εξελίξεις των ημερών και κινδυνεύει να επισκιάσει πλήρως την επέτειο αυτή και τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση του αφγανικού λαού και κυρίως των γυναικών. Είναι επίσης μια μάχη και φόρος τιμής για τις γυναίκες του Αφγανιστάν, για το παρόν και το μέλλον τους, αλλά και για όλες τις γυναίκες του κόσμου. Τέλος, είναι μια μάχη κατά του φανατισμού και της βαρβαρότητας. Η μάχη αυτή μας αφορά όλους και πρέπει να είναι συνεχής.
* Ο Ανδρέας Παπασταύρου είναι πρώην πρέσβης