Όταν ένας Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί να απομακρύνει μέλος του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας – ενός θεσμού που έχει οικοδομήσει την ανεξαρτησία του εδώ και 74 χρόνια – δεν πρόκειται απλώς για μια ακόμη πολιτική κόντρα.
Πρόκειται για επίθεση στην ίδια τη θεσμική ισορροπία της αμερικανικής δημοκρατίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ το έκανε. Αποφάσισε την αποπομπή της Λίζα Κουκ, με πρόσχημα αμφισβητούμενες καταγγελίες περί στεγαστικού δανείου. Και το έκανε με τρόπο που θυμίζει περισσότερο «πραξικόπημα» παρά πολιτική διαφωνία.
Θα έπρεπε να διερευνηθούν οι καταγγελίες κατά της Κουκ περί παραπλανητικών δηλώσεων εκ μέρους της προκειμένου να λάβει στεγαστικό δάνειο (όταν δεν ήταν ακόμη στο δυναμικό της Fed;). Φυσικά. Αλλά από τη στιγμή που δεν υπάρχει προς το παρόν καμία απόδειξη επ’ αυτού γιατί ήταν τόσο επείγουσα η «καρατόμησή» της;
Ο Τραμπ άλλωστε – με το δικό του ιστορικό σε φορολογικές και άλλες δηλώσεις προς αρχές – δεν πείθει ιδιαίτερα ότι «συγκινήθηκε» από τις καταγγελίες για παρατυπίες σε αίτηση στεγαστικού δανείου. Η κίνηση αυτή άλλωστε δεν είναι μεμονωμένη. Ο Τραμπ έχει αποπέμψει επικεφαλής στατιστικών υπηρεσιών, έχει βάλει στο στόχαστρο ανεξάρτητους θεσμούς, δικαστές, πανεπιστήμια και ΜΜΕ.
Το μήνυμα είναι σαφές: καμία φωνή δεν θα σταθεί εμπόδιο στον πρόεδρο που επιδιώκει πλήρη έλεγχο.
Εδώ και καιρό ο Τραμπ πίεζε με απόλυση τον Τζερόμ Πάουελ της Federal Reserve, ζητώντας επιτακτικά μείωση επιτοκίων. Πρόσφατα ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας έστειλε μήνυμα ότι θα προβεί στην πολυπόθητη μείωση τον Σεπτέμβριο. Ούτε αυτό όμως δεν άλλαξε τις διαθέσεις του προέδρου έναντι των στελεχών της κεντρικής τράπεζας. Δεν τον ενδιαφέρει η ουσία, αλλά ο απόλυτος έλεγχος.
Οι αγορές αντιλαμβάνονται το διακύβευμα. Η πώληση ομολόγων και η πτώση του δολαρίου δεν είναι παρά οι πρώτες προειδοποιητικές βολές. Διότι αν χαθεί η εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της Fed, τότε το δολάριο παύει να είναι το ασφαλές καταφύγιο που υπήρξε για δεκαετίες. Και αυτό δεν είναι ένα εσωτερικό αμερικανικό ζήτημα. Είναι απειλή για τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
Μέσα σε όλα αυτά ο Τραμπ σχολίασε πως στις ΗΠΑ «πολλοί θα ήθελαν έναν δικτάτορα», παρόλο που στον ίδιο καθόλου δεν αρέσουν οι δικτάτορες. Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι αυταρχικοί ηγέτες, είναι πάντως η αδυναμία του – αν κρίνουμε από την προσπάθεια που καταβάλλει να μιμηθεί τον Ερντογάν.